Επίλογος

1.5K 153 34
                                    

10 χρόνια αργότερα

Ήταν αδιαμφισβήτητα από τις πιο ευτυχισμένες μέρες για την παρέα.

Η Νικολέτα έκανε μια στροφή μπροστά απο τον καθρέφτη, χαμογελώντας μαγεμένη απ' αυτό που έβλεπε να ανακλάται σε αυτόν.
"Ουάου." ψιθύρισε, με μια λάμψη να φωτοβολεί στα μάτια της

"Είσαι πανέμορφη Νικ." είπε η Ανδριάνα, κοιτώντας τη μορφή της φίλης της με θαυμασμό

Η Νικολέτα γύρισε προς το μέρος της και την κοίταξε χαμογελαστή, όπως πάντα. "Σε λατρεύω." εξομολογήθηκε με ειλικρίνεια και η Ανδριάνα ανταπέδωσε το χαμόγελο

Η μητέρα της Νικολέτας, η κυρία Ιωάννα εισέβαλε στον χώρο φουριόζα. "Ολα εντάξει;" ρώτησε την κόρη της, η οποία έγνεψε θετικά.
Η ματιά της κυρίας Ιωάννας σκάναρε τη νεαρή κοπέλα και τα μάτια της βούρκωσαν. "Η πιο όμορφη νυφούλα..." ψιθύρισε χαϊδεύοντας το ύφασμα του νυφικού της Νικολέτας. Ήταν πράγματι μια εκθαμβωτική νύφη...

"Μαμά, μην κλαις..." παρακάλεσε η Νικολέτα, τυλίγοντας τα λεπτά της χέρια γύρω απο τον κορμό της μητέρας της. "Είναι χαρούμενη μέρα, σωστά;"
Εκείνη έγνεψε σκουπίζοντας τα δάκρυα της. Ενα χαμόγελο βρήκε το δρόμο του στο πρόσωπο της καθώς γύρισε να κοιτάξει την Ανδριάνα, η οποία παρακολουθούσε τη στιγμή μητέρας και κόρης συγκινημένη.
"Κι εσύ μια κούκλα είσαι, Ανδριάνα μου! Δεν μας έχεις συνηθίσει σε φορέματα."
Εκείνη γέλασε κοιτώντας το γαλάζιο φόρεμα που φορούσε.
"Με ανάγκασαν κυρία Ιωάννα." αποκρίθηκε και η γυναίκα γέλασε διασκεδασμένη
"Λοιπόν εγώ πάω στην εκκλησία, έχει ήδη φτάσει ο γαμπρός και κάποιοι καλεσμένοι. Μην αργήσετε πολύ." τους είπε και οι κοπέλες έγνεψαν

Η κυρία Ιωάννα βγήκε απ' το δωμάτιο αφήνοντας τις φίλες και πάλι μόνες. "Εισαι έτοιμη να σε κρεμάσουμε;" ρώτησε η Ανδριάνα παίρνοντας τη σακούλα με τα στέφανα στα χέρια της

"Ω, ναι." αποκρίθηκε ενθουσιασμένη

***

Η εκκλησία ήταν γεμάτη καλεσμένους, οι οποίοι περίμεναν με ανυπομονησία την άφιξη της νύφης. Ο Διονύσης στέκονταν στη κορυφή των σκαλιών με μία ανθοδέσμη απο ορχιδέες στα χέρια του. Μετέφερε το βάρος του απ' το ένα πόδι στο άλλο, αγχωμένα.
"Θα ηρεμήσεις;" γρύλισε ο Τζέισον σκουντώντας τον ελαφρά

"Μα που είναι;" αναρωτήθηκε κοιτώντας τον δρόμο, μπας και διακρίνει τη λιμουζίνα που θα μετέφερε την Νικολέτα

"Νύφη είναι, προφανώς και αργεί!" απάντησε ο άλλος ρολάροντας τα μάτια του

Ο Διονύσης ξεφύσησε και συνέχισε να μεταφέρει το βάρος του απ' το ένα πόδι στο άλλο. Μα μόλις ο ήχος απο κόρνες ακούστηκε, ακινητοποιήθηκε γουρλώνοντας τα μάτια του. Ο Τζέισον του έσφιξε τον ώμο, θέλοντας να του δώσει κουράγιο.

Μπροστά απ' την αυλή της εκκλησίας σταμάτησε μια κατάμαυρη, γυαλισμενη λιμουζίνα. Η πόρτα του οδηγού άνοιξε και κατέβηκε ο πατέρας της Νικολέτας ο οποίος άνοιξε την πίσω πόρτα, έτσι ώστε να κατέβει η νύφη απ' το αμάξι.

Όλοι την κοίταξαν εντυπωσιασμένοι, καθώς έμοιαζε με νεράιδα με τα κόκκινα μαλλιά της να πέφτουν σαν καυτή λάβα στο κατάλευκο νυφικό του οποίου η ουρά σερνόταν πίσω της επιβλητική. Η καρδιά του Διονύση έχασε αρκετούς χτύπους, στο θέαμα της γυναίκας της ζωής του να τον πλησιάζει, ντυμένη στα λευκά, με ένα γλυκό χαμόγελο να στολίζει το αψεγάδιαστο πρόσωπό της.

Η τελετή ήταν όμορφη. Όλοι ήταν πολύ συγκινημένοι- συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, συνάδελφοι. Όλοι ήταν εκεί• παρόντες στην πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής τους. Στη μέρα που οι ζωές του Διονύση και της Νικολέτας ενώθηκαν και επισήμως.

Η Ανδριάνα και ο Τζέισον, οι δύο κουμπάροι του ζευγαριού, ήταν εξίσου λαμπεροί και χαμογελαστοί. Για πρώτη φορά στα χρονικά ο Ιάσονας δεν φορούσε καποια φόρμα και καπέλο, μα κουστούμι και γραβάτα. Και ήταν πραγματικά πολύ ελκυστικός. Μα όχι περισσότερο από τον αδερφό του. Ο Μάριος βρισκόταν λίγο πιο πέρα, μαζί με την υπόλοιπη παρέα. Ένα χαμόγελο υπήρχε στο πρόσωπο του, όπως και σε όλων άλλωστε. Τα μάτια του ήταν στυλωμένα στο κορίτσι του, το οποίο έλαμπε περισσότερο από ποτέ εκείνη τη μέρα μέσα στο όμορφο φόρεμά της.

Δίπλα του στέκονταν ο Τρεντ και η Βαλέρια, η κοπέλα του. Από την άλλη μεριά ο Αλέξης, ο Παύλος και η κοπέλα του Τζέισον, η Βανέσα.

Όλοι έμοιαζαν να βρίσκονται σε νιρβάνα. Η χαρά ήταν αδύνατο να κρυφτεί απο τα πρόσωπά τους.

Μα έτσι κι αλλιώς, όταν στη ζωή σου εχεις άτομα που αγαπάς, ποιος ο λόγος να κρύψεις τη χαρά σου;

Γιατί αν μη τι άλλο, υπήρχε αγάπη σε εκείνη την παρέα. Είχαν καταφέρει και είχαν βρει τους εαυτούς τους ο ένας χάρη στον άλλον. Είχαν καταφέρει να γνωρίσουν τον έρωτα.

Δεν είχαν περάσει λίγα στα δέκα χρόνια της φιλίας τους. Χωρισμοί, απόσταση, καυγάδες, λύπη, χαρά, επιστροφές, πτυχία, διορισμοί, φήμη. Τα πάντα είχαν ζήσει, παντα με τον ίδιο όρο: μαζί.

Ο παππάς ανακοίνωσε πως ο γαμπρός μπορεί να φιλήσει τη νύφη και τα χείλη του Διονύση και της Νικολέτας ενώθηκαν, σε μια δίκη τους υπόσχεση αιωνιότητας.
Η Ανδριάνα χαμογέλασε και γύρισε προς το μέρος του Μάριου. Την κοιτούσε ήδη. Τα μάτια της έλαμψαν καθώς σχημάτισε άηχα με τα χείλη της...

Για πάντα.

Άνοιξη Onde histórias criam vida. Descubra agora