Part 3-a

137 19 6
                                    

Η μέρα πέρασε γρήγορα , είπα στην Ελπίδα την φιλη μου που δουλεύουμε μαζί τι έγινε

Και κείνη με καθησύχασε λέγοντας μου οτι δε θα τους ξαναέβλεπα έτσι κι αλλιώς και οτι καλά έκανα και δεν το συνέχισα . Αλλά εγώ βιαζόμουν αλλιώς θα έλεγα δυο λογακια σαυτόν τον ξινισμένο πλούσιο και την γκομενα του! Είναι παράξενο όμως όσο τον είχα απέναντι μου , τη μια ήθελα να χωθω και να κλάψω στην αγκαλιά του και απ την άλλη να του σπάσω το κεφάλι , εγώ ανάγωγη ; Εγώ τσουλι; Η Έλσα θα πικραινοταν πολύ αν άκουγε αυτές τις κουβέντες για μένα αν και δεν είναι μητέρα μου είναι οτι πιο κοντινό έχω σαυτη απο τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Αυτήν σκεφτόμουν κάθε φορά που έμπαινα τιμωρία και γαλήνευα , μου φαινόταν πως περνούσαν πιο γρήγορα οι ώρες .

Στο Fairytale ήσυχα τα πράματα είναι ακόμα νωρίς εξάλλου ως συνήθως κατα τις 11:00 μμ

μαζεύει κοσμο τουλάχιστο γι αυτή τη βδομάδα δε θα πάρω ρεπό πρεπει να μαζέψω χρήματα να αγοράσω ενα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο γιατί δεν παει άλλο ,η Έλσα μου πρότεινε να μου το αγοράσει αυτή αλλά δε δέχτηκα δε θα δεχόταν να πάρει τα λεφτά μου μετα και εγώ δεν θέλω να χρωστάω σε κανέναν . δεν θέλω δώρα το μόνο που δέχομαι να πάρω είναι αγάπη κι αυτό γιατί έχω αποθέματα να δώσω και γω πολύ .

Λογικά είχα κάποτε γονείς, δηλαδή ανθρώπους που βοήθησαν στη δημιουργία μου αλλά ο θεός έκρινε πως δεν χρειαζόντουσαν την αγάπη μου και ουτε εγώ τη δική τους . το σκέφτομαι συχνά αναρωτιέται γιατί , γιατί σε μένα; Αλλά ποτέ δεν θα κάνω κάτι να το ανακαλύψω δεν θέλω να μάθω , δεν θέλω να ξέρω . Δεν είμαι αναίσθητη είμαι όμως προνοητική σίγουρα τίποτα καλό δε θα υπήρχε στην ιστορία μου κι αυτό θα με πλήγωνε περισσότερο.

{Φαίδρα άρχισε να πλακώνει πελατεία ξεκίνα με τα τραπέζια σου ότι χρειαστείτε θα είμαι στο γραφείο.}

{ Εντάξει αφεντικό .}

{Δε θα το κόψεις ποτέ αυτό ε ;}

{Δε βρίσκω το λόγο , αφού είσαι το αφεντικό μου.}

{ Ναι και συ είσαι σερβιτόρα αλλά δεν σε φωνάζω έτσι.}

{ Καλά, καλά ίσως κάποια μέρα το "Λουκάς" εκτοπίσει το "αφεντικό" ,αλλά προς το παρόν ......} γέλασα και έφυγα.

Η Ελπίδα ,η Ρεγγίνα και ο Μάνος ο αδελφός της Ελπίδας θα έρθουν σε λίγο αυτοί θα με κάνουν να ξεχαστώ γιατί όσο κάθομαι σκέφτομαι το όνειρο μου ,τρέμω απ το φόβο και τον τύπο με την ξανθιά καλά τότε τρέμω απ τα νεύρα μου!

{ Φι που ταξιδεύεις ;} με ρωτάει ο Άλεξ ο μπάρμαν μας .

{Θα ήθελα πολύ να πάω στο Παρίσι αλλά αυτή τη στιγμή βρίσκομαι εδώ.} γέλασε { Ελα τώρα κάτι σκεφτόμουν σε ρώτησα δυο φορές πως τα πας με τη σχολή και ήσουν στα χαμένα.}

{Συγνώμη δεν σ άκουσα έχω πολλά στο μυαλό μου. Μια χαρά με τη σχολή, σε 4 μηνες παίρνω το πτυχίο μου.}

{Και θα μας αφήσεις ...} λέει κάπως λυπημένος.

{ Ναι όλες οι επιχειρήσει εμένα θα ζητάνε.} είπα και γέλασα δυνατά.

{Οτι θα σε ζητάνε είναι αλήθεια αλλά εγώ δεν πρόκειται να σ αφήσω να πας πουθενά , απ το μαγαζί ίσως φύγεις αλλά απ το κρεβάτι μου ποτέ! } άντε πάλι , δεν βάζει μυαλό.

{ Άλεξ ας σοβαρευτούμε , απο κει δεν θα φύγω για τον απλούστατο λογο οτι δεν ήμουν και δε θα μαι ποτέ} του λέω με απαλή φωνή.

{ Πήγες με το μικρο αφεντικό και με πελάτη και δεν θες καν να δοκιμάσεις μαζί μου.} Όχιιιι δεν το περίμενα απ τον Άλεξ αυτό ,όχι δεν θέλω να θυμάμαι καλά το είχα ξεπεράσει τουλάχιστον έτσι πίστευα ..


Στο απειροحيث تعيش القصص. اكتشف الآن