Part 3-b

137 21 2
                                    

........Ένα βράδυ πριν από έξι μήνες ήτα Αύγουστος θυμάμαι είχα μείνει εγώ για κλείσιμο και ο Λουκάς ήταν στο γραφείο του είχαν φύγει όλοι οι πελάτες δηλαδή σχεδόν όλοι , είχε μείνει ένας περίμενα να πληρώσει κι αυτός για να κλείσω.Ήμουν πίσω απ τη μπάρα όταν ο πελάτης που τόση ωρα περίμενα να φύγει πήδηξε και έτσι μένα σαλτο βρέθηκε να με κρατάει σφιχτά απ τα μπράτσα , η αλήθεια είναι δεν ταίριαζε με τους πελάτες μας.Το μαγαζί προσέλκυε εκλεκτή και εύπορη πελατεία αναιρώντας τους φίλους μου . Έμοιαζε γύρω στα 30 ξανθός και με περνούσε περίπου δυο κεφάλια με λιγα λόγια ένας γορίλας .

Προσπαθούσα να κουνηθω να δραπετεύσω αλλά δεν τα καταφερνα. Εκείνος έσκυψε στο αυτί μου και ψιθύρισε {Μην αντιστέκεται θα περάσουμε καλά θα το δεις} .

Εκείνη τη στιγμή τον χτύπησα στο αδύνατο του σημείο όσο πιο δυνατά μπορούσα αλλά απο τι κατάλαβα δεν έκανα μεγάλο κακό γιατί μολις γύρισα την πλάτη και έκανα να τρεξω με

έπιασε απο πίσω και μ έριξε στο πάτωμα με την πλάτη σαυτόν εγώ φώναζα τον Λουκά το αφεντικό μου ελπιζα νακουσει και να ρθει να με σώσει αλλά εκείνος μου έκλεισε το στόμα και πίεζε τη στύση του πίσω μου σήκωσε τη φούστα που φορούσα και έσκισε το κιλοτακι μου λέγοντας μου οτι θα του έδινε περισσότερη ηδονή που θα με περνε απο πίσω .

Προσπαθούσα να συρθώ μακριά του , να κουνισω τα πόδια μου αλλά τίποτα ήμουν έτοιμη να λιποθυμίσω είχα χασει κάθε ελπίδα όταν ξαφνικα μου έσκισε το μπλουζάκι που φορούσα ενω με πίεζε πιο σφιχτά με τα πόδια του , δεν ξέρω τι του συνέβει αλλά άλλαξε τα σχέδια του {σκύλα εσύ είσαι έπρεπε να το φανταστώ}είπε και σηκώθηκε κι άρχισε να με κλωτσαει με τόση δύναμη που δεν μπορούσα να πάρω ανάσα .Είχα παραδώσει τα όπλα και περίμενα καρτερικά να τελειώσει όντας χαρούμενη που δεν ακολούθησε το αρχικό του σχέδιο.

Άκουσα τον Λουκά να φωνάζει και σταματισα να δέχομαι χτυπήματα καταλάβαινα οτι πάλευαν, ακούγονταν καρέκλες να πέφτουν γιαλικα να σπάνε αλλά εγώ δεν είχα την αντοχή να σηκωθω . Μετα ακούστηκε η δική του αποκρουστική φωνή {Θα το πληρώσετε και οι δυο σας αλλά ιδικά εσύ σκύλα , δεν τελειώσαμε αυτο ηταν η αρχή}.

Μα τι του εκανα ; Ο Λουκάς με σήκωσε προσεκτικά στην αγκαλιά του και με πήγε στο αυτοκίνητο .

{Τον ήξερες;}. Με ρώτησε και απο το στόμα του έτρεχε αίμα ηταν κι αυτός σε κακό χαλί.

{Όχι , δεν τον έχω ξαναδεί ποτέ στη ζωη μου και ηταν η πρωτη φορά που ήρθε στο μαγαζί}.

Είπα και ήμουν έτοιμη να κλάψω αλλά όχι δε θα του εκανα τη χάρη ποτέ δεν θα έκλαιγα και για τίποτα ξανά.

{Ελα ηρέμησε νιώθεις καλύτερα; Θα σε πάω στο νοσοκομείο.} είπε και κάνε να πάει στη θέση του οδηγού .

{Όχι σε παρακαλώ πάνε με στο σπίτι θα με φροντίσει η Ρεγγίνα }

Ο Λουκάς με πήγε στο σπίτι και είπε στην τρομοκρατημένη Ρεγγίνα να μη με αφήσει να πάω στο μαγαζί τουλάχιστο μια βδομάδα, ακόμα κι αν ένιωθα καλύτερα. Πρώτον για να ηρεμίσω και δεύτερον γιατί φοβόταν μήπως ξαναρχόταν αυτός.

Και έτσι κι έγινε μετα απο μια βδομάδα πήγα για δουλεία ακόμα δεν είχα ξεπεράσει αυτά που έγιναν αλλά δε νομίζω να τα ξεπερνούσα και ποτέ. Την πρώτη κιόλας μέρα που έπιασα δουλεια ήρθε ενω ήμασταν πνιγμένοι στη δουλειά και έκανε σκηνικό λέγοντας σε ολους μάλλον ουρλιάζοντας οτι εγώ κοιμάμαι με το αφεντικό μου και οτι ο Λουκάς βγάζει κακό όνομα και δισφιμιζει το μαγαζί του που κοιμάται με τις υπαλλήλους του .Οτι βγαίνω και με τους δυο και με στόλισε με διάφορους χαρακτηρισμούς. Με λιγα λόγια το θέατρο του παραλόγου!

Ο Λουκάς κάλεσε την αστυνομία χωρίς να το καταλάβει αυτός και ήρθαν και τον πήραν .Δεν ξέρω αν έκατσε έστω και μια ωρα στο κρατητήριο αλλά απο τοτε δεν με ξανά ενόχλησε.

Αλλά το κακό είχε γίνει , ο Αλεξ κι όλο το προσωπικό είχε ακούσει τι είπε ο τύπος και ο Λουκάς τους απαγόρευσε να ξανά μιλήσουν γιαυτό το περιστατικό και τους ειπε οτι είναι συκοφαντίες ένως ψυχάκια .Ήθελα να σταματήσω απ το μαγαζί ντρεπόμουν τον Λουκά αλλά και όλους τους υπόλοιπους με αυτά που ακούσαν για εμένα.

Αλλά δεν μ ε άφησε {Δεν θα χάσω εγώ την καλύτερη σερβιτόρα μου για κακκοήθιες }

Ο Άλεξ δεν είχε ξανά αναφέρει ποτέ τίποτα ως τώρα, τι αλλο θα αντέξω σήμερα δεν λέει να τελειώσει αυτή ημέρα...!

{Και μόνο απ αυτό που είπες μόλις, καταλαβαίνω πως ούτε την φιλία μου δεν αξίζεις και γω η ηλίθια που στην έδωσα απλόχερα...} είπα και έφυγα απο κοντά του είπα στην Εύα να χει το νου της και στα δικά μου τραπέζια και κατευθύνθηκα στη τουαλέτα .


Στο απειροWhere stories live. Discover now