Κεφ 1:Εισαγωγή

280 29 17
                                    

Το βράδυ η πόλη δείχνει πιο όμορφη από ποτέ. Φωτάκια μέσα από τα παράθυρα των ψηλών τεράτων με τα καφέ παντζούρια και τους γκρίζους τοίχους. Μαγαζιά, κάποια με νοστιμιές και άλλα με ρούχα και ακριβά κοσμήματα στην βιτρίνα. Όμορφοι δρόμοι, στενάκια που ζευγάρια τρώνε παγωτό και λένε γλυκόλογα. Πάρκα που παίζουν τα παιδιά. Και το φεγγάρι να μας συντροφεύει.

Εμείς, σαν μυρμήγκια περπατάμε με το κεφάλι σκυφτό χωρίς να γνωρίζουμε πότε και εάν θα μας πατήσει κάποιο τεράστιο παπούτσι. Άνθρωποι. Μπορώ να σας συστήσω. Ίσως πιστεύεις ότι τους ξέρεις καλά όπως το είδωλο σου στον καθρέφτη.
"Τι χρειάζεται να μάθω;"σκέφτεσαι.
Όλοι άνθρωποι είμαστε. Έχουμε μάτια, μύτη και αυτιά. Δύο χέρια και δύο πόδια. Μιλάμε και ακούμε. Κοιμόμαστε και δουλεύουμε. Πληρώνουμε και παίζουμε. Συχνά πιάνεις τον εαυτό σου να τους κρίνεις. Να τους σχολιάζεις δίχως να σκεφτείς πρώτου ξεστομίσεις την πικρία σου. Ή άλλες φορές τους δικαιολογείς όλους για να μην πληγωθείς. Ό,τι και αν κάνεις σίγουρα δεν έχεις κάτσει να τους παρατηρήσεις. Όχι τόσο καλά όσο εγώ.

Το ψιλόβροχο ακούγεται από το ανοιχτό παραθυράκι του μπάνιου. Κοιτάζω στον καθρέφτη. Πυκνά, χοντρά φρύδια. Στοματάκι μικρό και λεπτό σαν μια γραμμή και μια μύτη με μεγάλα ρουθούνια. Φακίδες στα μάγουλα μου που έχουν το χρώμα του ήλιου όταν δύει, πορτοκάλι. Έχω κυκλικό πρόσωπο. Τα δόντια μου έχουν ένα κενό ανάμεσα τους.

Καθώς ξεχειλώνω τα μάγουλα μου κάνοντας αστείες γκριμάτσες στον καθρέφτη, μια τσιριχτή φωνή μου κόβει την ανάσα.
«Λίλα!» είπε η κυρ' Λιλί με την βροντερή της φωνή.
«Τι κάνεις στο όμορφο προσωπάκι σου;» και συνέχισε πανικόβλητη...
«Μην το πειράζεις. Θα το χαλάσεις. Άσε το μουτράκι σου. Τι σου φταίει;»
μου χάιδεψε τα μαλλιά στοργικά τώρα αφού πέρασε το πρώτο σοκ.
Υπερβολική... Ούτε με τον εαυτό του δεν μπορεί κανείς να κάνει πλάκα.

Η γιαγιά μου ή αλλιώς η Κυρ' Λιλί όπως προτιμώ να την φωνάζω ( την εξοργίζει αλλά εμένα μου αρέσει πολύ, έχει πλάκα) είναι η μόνη οικογένεια μου. Έχουμε το ίδιο όνομα αλλά δεν θα μου άρεσε σε καμία περίπτωση να την φωνάζω Κυρ' Λίλα. Συγνώμη γιαγιάκα μου γλυκιά αλλά εγώ έτσι δεν θέλω να γίνω στα εξήντα.
Προσπαθώ να μην της φέρνω πολλές αντιρρήσεις γιατί μετά πέφτει σε κατάθλιψη ή αλλιώς σε χειμερία νάρκη καθώς η φωνή της κάνει καιρό να ηχήσει μέσα στο σπίτι (αν και με συμφέρει, βλέπετε πόσο καλή εγγονή είμαι). Όταν την ακούς να φωνάζει και να σε άγριο κοιτάζει φίλες και φίλοι έχω να σας ανακοινώσω με μεγάλη χαρά ότι τότε η κυρ' Λιλί έχει τρέλα κέφια. Κουφό ξέρω αλλά έτσι είναι!

Πίσω στο θέμα μας. Έσβησα το φως του μπάνιου και έτρεξα για να κρυφτώ στην φωλιά μου. Είμαστε από τις λίγες μονοκατοικίες της περιοχής οπότε η ύπαρξη της σοφίτας είναι η σωτηρία μου. Δεν νομίζω ότι θα την έβγαζα καθαρή στο σαλόνι της κυρ' Λιλί για πολύ ώρα. Γκρίνια, ειδήσεις και άθλια θέα από το παράθυρο... Μπα δε θα την έβγαζα με τίποτα. Ενώ η σοφίτα μου...
Τυλίχτηκα μέχρι πάνω με την ζέστη κουβέρτα μου και ομολογώ πως τώρα αρχίζει το καλό. Το παράθυρο της σοφίτας. Η δική μου θέα, η δική μου γωνιά. Από εδώ ψηλά τους βλέπω όλους. Ξέρετε πόσα κουτσομπολιά έχω μάθει εγώ από 'δω πάνω;
Τους έχω δει να παρά πατάνε, να γελάνε και να λένε μυστικά. Στην μύτη μου έρχονται διάφορες μυρωδιές κάθε φορά. Κάθε είδους χαρακτήρα.
Αυστηρός, μονότονος, παιχνιδιάρικος αλλά και γοητευτικός όπως εκείνου του ζαχαροπλαστείου απέναντι. Κάνει απίθανες τάρτες.

Αυτοί δεν κοιτάζουν ψηλά. Ζουν στον μικρόκοσμο τους. Τι να κάνουν και εκείνοι άλλωστε. Εγώ πάλι, παρατηρώ εκείνους. Σαν μια μικρή εξερευνήτρια. Καλά όχι και πολύ μικρή λύκειο πάω.
Αλλά το πιάσατε το νόημα νομίζω. Διστάζω να το πω... Μα δεν είναι μυστικό πια. Είμαστε όλοι δειλοί. Ο καθένας για τον δικό του λόγο. Τον δικό μου θα τον μάθετε αργότερα.
«Καληνύχτα γιαγιά» της φώναξα και έσβησα το λαμπατέρ.

zwrzet

Εσύ έχεις αναρωτηθεί ποτέ;Where stories live. Discover now