Κεφ 6: Με τα μάτια.

108 17 15
                                    

Εκείνο το βράδυ του Σαββάτου:

Η Φανή είχε εντοπίσει την Νίνα να περπατάει έξω από την καφετέρια του Ιάσονα. Έπρεπε να της μιλήσω.

Μόλις την πρόσεξα (με την βοήθεια της Φανής) άρχισα να τρέχω προς την έξοδο του πάρκου, προς το μέρος της.

Καθώς πλησίαζα στο καφέ έπεσα πάνω σε κάποιον. Συγκεκριμένα στο στέρνο ενός αγοριού.

«Με συγχωρείς...» είπα χαμηλόφωνα έχοντας χάσει κάθε ελπίδα να προλάβω την Νίνα. Κοίταζα απεγνωσμένα το πεζοδρόμιο απέναντι και είχε ήδη εξαφανιστεί.

Έστρεψα την ματιά μου διστακτικά προς το προσώπου του αγοριού, το οποίο με είχε καρφώσει με το βλέμμα του.

Ένα δάκρυ γλίστρησε ανώφελα στο μάγουλο μου. Από μικρή είχα να το πάθω αυτό... Μούσκευαν τα μάτια μου από το κρύο. Και εκείνο το βράδυ είχε αρκετό.

Έφερε το ζεστό του χέρι κοντά στο πρόσωπο μου και μου σκούπισε το δάκρυ.

Τα χείλη του ήταν έτοιμα να ξεστομίσουν κάτι μα δεν είπε λέξη.
Μπορούσα να ακούσω την καρδιά του να χτυπά δυνατά.

Το κεφάλι μου δεν είχε απομακρυνθεί πολύ από το στέρνο του με το οποίο είχα πρώτο συγκρουστεί. Με κοίταζε επίμονα και αν έκανα και εγώ το ίδιο για λίγο ακόμα, τα μάγουλα μου θα γινόντουσαν ροδοκκόκινα και δεν θα ήθελα με τίποτα να συμβεί αυτό.

"Τι ωραία χείλη" σκέφτηκα, τα οποία ξαφνικά μου χάρισαν ένα τόσο γοητευτικό χαμόγελο...

«Πολύ ώρα καθόμαστε αμίλητοι, δεν νομίζεις;» Τόλμησε και βγήκε από το στόμα μου.

Έκανα ένα μικρό βήμα προς τα πίσω και εκείνος πήρε μια έκφραση... Λες και του στέρησαν το αγαπημένο του παιχνίδι με τον Spiderman. Τόσο αγνό και αθώο αλλά θλιμμένο.

Καθάρισε το λαιμό του, πείραξε τα σγουρά ανέμελα μαλλιά του δηλώνοντας αμηχανία και έπειτα είπε: «Σου μιλούσα τόση ώρα μα μάλλον δεν με άκουγες» με μια βραχνάδα στη φωνή που σίγουρα δεν έχει ένα εξάχρονο που παίζει με παιχνίδι Spiderman.

"Τι εννοεί; Μα δεν είπε λέξη τόση ώρα. Θα μας τρελάνει;" Σκέφτηκα.

Μάλλον αυτή την απορία την έβγαλα προς τα έξω με τις εκφράσεις μου και εκείνος συμπλήρωσε «Με τα μάτια»,
φεύγοντας μακριά μου. Έβαλε τα χέρια του στις τσέπες του τζιν του, πήρε μια ζακέτα την οποία είχε αφήσει σε ένα παγκάκι και φόρεσε την κουκούλα του. Ανέβηκε τον ανηφορικό δρόμο που οδηγεί στο σπίτι του και για μια στιγμή γύρισε να με κοιτάξει. Τον κοιτούσα ήδη.
Σαν να χάρηκε... το πονηρό χαμόγελο που έσκασε το φανέρωσε αυτό.

Εσύ έχεις αναρωτηθεί ποτέ;Where stories live. Discover now