Κεφ 14: Αστερόσκονη.

66 9 10
                                    

Όσο περίεργο και να σου φαίνεται επέλεξα να ακολουθήσω την Κυρία Καίτη. Όχι γιατί δεν ήταν ευχάριστη η συντροφιά του Ηρακλή, αντιθέτως.
Κάτι όμως στο βλέμμα αυτής της τόσο χαριτωμένης και μικροκαμωμένης γιαγούλας με προβλημάτισε αρκετά.
Είχε σμίξει τα φρύδια της, περπατούσε με ένα βήμα γοργό σαν ήθελε να ξεφύγει από κάποιον και κοιτούσε διαρκώς πίσω της.

"Πρέπει να φύγω για λίγο σόρρυ..." είπα κάνοντας βιαστικές και άγαρμπες κινήσεις.

Έπιασα μια μπλούζα που είχα παρατημένη κάτω από τα σκεπάσματα μου και την φόρεσα επί τόπου, βγάζοντας τις πιτζάμες μου μπροστά του.

Η γιαγιά μου γούρλωσε τα μάτια και ήταν έτοιμη να μου πετάξει παντόφλα μα δεν είχα καιρό για τέτοια. Έπρεπε να προλάβω την Κυρία Καίτη.

"Αλήθεια δεν έκανες κάτι, εσύ...εσύ είσαι υπέροχος εγώ απλά έχω να πάω κάπου, κάτι προέκυψε", ψέλλισα και εκείνος μου χαμογέλασε στο άκουσμα του κομπλιμέντου μου.

Βγήκα στους δρόμους και ο στόχος μας είχε ήδη φτάσει μέχρι το μανάβικο μα δεν μπήκε μέσα να ψωνίσει όπως κάνει συνήθως. Συνεχίσει να περπατάει, έστριψε σε ένα στενό και μπήκε μέσα σε μια πολυκατοικία.

Πλησίασα και έριξα μια ματιά στα κουδούνια. Τέσσερις όροφοι όλοι κι όλοι, όχι σαν τους ουρανοξύστες που χτίζουν σήμερα. Όλα τα ονόματα είναι ανδρικά. "Θεόδωρος Ξαρχάκος" για κάποιο λόγο κάτι μου λέει και ασυναίσθητα χτυπάω το κουδούνι.
Περιμένω δύο λεπτά και ξαφνικά ακούγεται από το θυροτηλέφωνο μια βραχνή φωνή να ρωτάει "ποιός είναι;".

Μέσα στον πανικό μου και απροετοίμαστη για να απαντήσω σε αυτήν την ερώτηση αλλάζω πρόχειρα την φωνή μου και λέω "εγώ είμαι".
Αμέσως μετά, αφού ξεστόμισα αυτήν την βλακεία, δίνω μια μούντζα στον εαυτό μου και εύχομαι αυτός που μου μιλάει να είναι λίγο παραπάνω ηλίθιος από μένα και να μου ανοίξει δίχως άλλες ερωτήσεις.


Τελικά ακούγεται ένας ήχος και συνειδητοποιώ ότι μου ανοίγουν οπότε σπρώχνω την πόρτα και καταφέρνω να μπω. Οι σκάλες είναι τρομαχτικές και τα κάγκελα σκουριασμένα. Και ως γνωστός φωστήρας που είμαι ξέχασα να δω σε ποιον όροφο έγραφε ότι είναι ο Κ. Ξαρχάκος, πώς τον λένε.

Τα πόδια μου τρέμουν από τον φόβο και θα προτιμούσα να βρισκόμουν κάπου αλλού, στο σπίτι μου ας πούμε.
Η περιέργεια μου όμως δεν με αφήνει να φύγω ( και από ότι ξέρω αυτή ευθύνεται και για τον θάνατο της γάτας, πάλι καλά εγώ δεν είμαι).
Το παίρνω απόφαση και ανεβαίνω τις σκάλες. Φθάνω στον πρώτο όροφο. Κοιτάζω τις πόρτες γύρω μου και μια στο βάθος είναι μισάνοιχτη. Κατευθύνομαι προς αυτήν, μια γνωστή χροιά ηχεί στα αυτιά μου.

Εσύ έχεις αναρωτηθεί ποτέ;Where stories live. Discover now