Κεφ 11: Κωστής

85 11 2
                                    

1972: Σε ένα προαστιακό χωριό...

Ο Κωστής είναι ένα παιδί τεσσάρων ετών και ζει με την οικογένεια του σε ένα σπίτι ψηλά στα βουνά με θέα ένα πελώριο, καταπράσινο λιβάδι.

Σε αυτό συνηθίζει να παίζει με τον αδελφό του τον Άλκη ατελείωτες ώρες παρόλο που είναι αρκετά μεγαλύτερος του.

Μια μέρα οι γονείς των παιδιών, Πηγή και Θέμης, πήραν τον δρόμο για την πόλη. Είχαν κάτι γνωστούς οι οποίοι ήταν αγοραστές των αγνών και ποιοτικών προϊόντων τους. Βλέπεις, ήταν κτηνοτρόφοι.

Καθώς τα δύο αγόρια παίζανε με την μοναδική ξεφούσκωτη μπάλα τους ο Άλκης την πέταξε με πολύ δύναμη και προσγειώθηκε κοντά σε ένα ρυάκι.

Ο μικρός Κωστής με τα ροδοκκόκινα μάγουλα και τα εκφραστικά του μάτια, γεμάτος χαρά έτρεξε να πάρει την μπάλα.

Το νερό ήταν παγωμένο και το κουρέλι που είχε την τιμή να ακούει στο όνομα μπάλα μούσκεμα.

Όταν έβαλε τα μικρά του χέρια μέσα στο ρυάκι άκουσε μια φωνή.

Γύρισε το κεφάλι αριστερά και δεξιά μα δεν είδε κανέναν.

"Φύγε." Του ψιθύρισε σε συνδιασμό με το θρόισμα των φύλλων.

Οι φωνή δεν σταματούσε να του μιλάει και το μικρό αγόρι πέταξε το κουρέλι μακριά και κάλυψε τα αυτιά του με τα παγωμένα του χέρια.

Το είπε στον Άλκη μα εκείνος γέλασε και τον χτύπησε στην πλάτη κοροϊδευτικά.

Τα μεγαλύτερα αδέρφια και οι μεγάλοι γενικότερα αδυνατούν να πιστέψουν πολλές φορές πράγματα που τους εκμυστηρεύονται οι μικροί και αψηφούν κάθε πιθανότητα να υπάρχει έστω και μια μικρή δόση αλήθειας.

Την φωνή αυτή ίσως να μην μπορούσαν να την ακούσουν όλοι όμως στα αυτιά του Κωστή ήταν υπαρκτή και από εκείνη την ημέρα δεν τον εγκατέλειψε ούτε στιγμή.

2015: Σε ένα νοσοκομείο της πόλης...

Είχα κλείσει τα εννιά και βρισκόμουν τα μεσάνυχτα σε ένα μέρος με λευκό ντυμένους και μια μυρωδιά αντισηπτικού.

Εκείνη η βραδιά θα μπορούσε να είναι μια από τις καλύτερες της ζωής μου πριν στιγματιστώ από το ακόλουθο συμβάν για πάντα.

Εσύ έχεις αναρωτηθεί ποτέ;Wo Geschichten leben. Entdecke jetzt