Κεφάλαιο 5

18 0 0
                                    

Το Δημητρό μαζί με τον Βασίλη δεν σταματούσαν να χορεύουν σε κάθε τραγούδι που έπαιζε. Εγώ αντιθέτως παρά το γεγονός ότι χορεύω συνήθως και εγώ σε πάρτι, αυτή την φορά δεν είχα διάθεση ούτε να πιω το ποτό μου. Κοιτούσα επίμονα τριγύρω μου, αισθανόμουν τόσο άβολα που πραγματικά ευχόμουν να γίνει κάτι να γυρίσουμε στο ξενοδοχείο μας. Τότε με πλησίασε ο Τάσος και με ρώτησε αν μου συνέβαινε κάτι. Του απάντησα ότι ήμουν λιγάκι κουρασμένος, πράγμα που δεν το πίστεψε κανείς από τους δυο μας. Με τα λίγα και τα πολλά, μου πρότεινε να πάμε μία βόλτα οι δυο μας και να βρίσκαμε τα παιδιά μετά για να γυρίσουμε. Δέχτηκα αμέσως αλλά ανησυχούσα για το Δημητρό πολύ. Μαζί με τον Τάσο λοιπόν πήγαμε μπροστά στο λιμάνι να καθίσουμε.

Εκείνη η βραδιά ήταν όμορφη και δροσερή και μακριά από την βαβούρα και τον πανικό που επικρατούσε στο πάρτι. Μου πρόσφερε μία μπύρα και έκατσε κοντά μου. Ο ουρανός ήταν γεμάτος αστέρια και θυμάμαι πως ο Τάσος ήξερε τον κάθε αστερισμό που διαγραφόταν από πάνω μας. Τότε ήταν νομίζω και η πρώτη φορά που άρχισα να αισθάνομαι διαφορετικά για εκείνον. Είχε όμορφα καστανά μάτια και ένα υπέροχο χαμόγελο. Βέβαια παρ' όλο που συνήθως είμαι εγώ αυτός που μιλάει, αυτήν την φορά τον άφησα να με νανουρίσει με την γλυκιά του φωνή, ώσπου αποκοιμήθηκα πάνω του. Κοιμόμουν αρκετά βαθιά, ώσπου ξάφνου εμφανίστηκα πάλι στο ίδιο σπίτι.

Αυτή την φορά βρέθηκα κατευθείαν στο δωμάτιο με το γραφείο. Εκεί δηλαδή που είχα μείνει την τελευταία φορά. Πάνω στο μικρό γραφείο υπήρχε ένα χαρτί. Πλησίασα για να μπορέσω να το δω καλύτερα και ξαφνικά μία πένα σηκώθηκε από την μολυβοθήκη και άρχισε να γράφει πάνω στο χαρτί. Τρομοκρατήθηκα πολύ στην εικόνα αυτή αλλά ήθελα να δω τι έγραφε και έτσι πλησίασα. Με χρώμα κόκκινο όπως ακριβώς είναι το αίμα άρχισε να γράφει πρόταση πρόταση ώσπου κατέληξε να είναι μία μικρή παράγραφος. Η πένα επέστρεψε στην θέση της και εγώ πήρα το χαρτί στα χέρια μου. Πάνω στο χαρτί ήταν γραμμένο το εξής:

"Ποτέ μου δεν μπόρεσα να βγω από το σπίτι, ποτέ μου δεν είδα τα λουλούδια την άνοιξη να ανθίζουν, ποτέ μου δεν μπόρεσα να παίξω με τα άλλα παιδιά κάτω από τον ήλιο, ποτέ δεν μπόρεσα να δω την θάλασσα, ποτέ δεν μπόρεσα να πάω μία εκδρομή να δω τον κόσμο. Δεν μπόρεσα να κάνω τίποτα στην σύντομη και δύστυχη ζωή μου. Αυτή η αρρώστια μας κράτησε όλους αποκομμένους από τον κόσμο ή τουλάχιστον αυτό ήθελαν να πιστέψω."

Στο διάβασμα της τελευταίας αυτής φράσης το χαρτί άρπαξε φωτιά. Το άφησα κατευθείαν από τα χέρια μου για να μην καώ, αλλά παρατήρησα κάτι ασυνήθιστο. Η φωτιά είχε γαλάζιο χρώμα και δεν έκαιγε όπως συμβαίνει συνήθως αλλά αντιθέτως έκανε τα χέρια μου να παγώσουν. Τότε ένα ισχυρό κύμα μελαγχολίας διαπέρασε το κορμί μου και άρχισα να κλαίω τόσο έντονα, ώσπου με πόνεσε το στήθος μου. Δεν είχα νιώσει ποτέ τόσο άσχημα και μελαγχολικά στην ζωή μου μέχρι εκείνη την στιγμή. Πάνω στο κλάμα μου άκουσα την φωνή του Τάσου, ο οποίος προσπαθούσε να με ξυπνήσει. 

Ξύπνησα αμέσως παίρνοντας μία βαθιά ανάσα και άρχισα να κλαίω όπως πριν. Ο Τάσος ξαφνιάστηκε αλλά με πήρε αγκαλιά και αισθάνθηκα μία μεγάλη ζεστασιά και κατάφερα να ηρεμήσω. Με ρώτησε αν ήμουν καλά ή αν είδα κάποιον εφιάλτη. Δεν μπόρεσα να του εξηγήσω γιατί θα με περνούσε για τρελό. Αμέσως σηκώθηκα και του είπα να γυρίσουμε να βρούμε και τους υπόλοιπους για να γυρίσουμε στο δωμάτιο. Αυτό που δεν ήξερα όμως γυρίζοντας στο πάρτι, ήταν αυτό που συνέβη μετά. Αφού φτάσαμε στο πάρτι δεν μπορούσαμε να βρούμε τα παιδιά μέσα στο πλήθος. Ο Τάσος κάλεσε στο κινητό τον Βασίλη και εκείνος του είπε πως ήταν στην τουαλέτα γιατί δεν ένιωθε καλά και άφησε το Δημητρό σε έναν καναπέ που είχε μέσα στο χώρο που γινόταν το πάρτι. Συμφωνήσαμε να πάει εκείνος να φέρει τον Βασίλη και εγώ αντίστοιχα το Δημητρό. Μία απόφαση την οποία την μετανιώνω μέχρι και σήμερα και ας έχουν περάσει τόσα χρόνια και ας προλάβαμε πριν γίνει το κακό. 

Καθώς λοιπόν έψαχνα στο πλήθος να βρω το Δημητρό, παρατήρησα τρεις άνδρες σχετικά μεγάλης ηλικίας, οι οποίοι με κοίταξαν περίεργα και αισθάνθηκα αμέσως ότι αυτοί δεν ήταν για καλό εκεί. Μετά από λίγο κατάφερα να εντοπίσω το Δημητρό, αλλά για να τον φτάσω θα έπρεπε να περάσω από μία μεγάλη μάζα παιδιών που χόρευαν. Τότε οι τρεις άνδρες που είχα δει προηγουμένως πλησίασαν το Δημητρό και άρχισαν να του λένε κάτι. Δεν μπόρεσα να καταλάβω τι του έλεγαν αλλά το Δημητρό φαινόταν ότι δεν αισθανόταν καθόλου άνετα.

Πλησιάζοντας παρατήρησα τον έναν από τους τρεις να χτυπά στο κεφάλι το Δημητρό και τον δεύτερο να του κατεβάζει το παντελόνι. Ο τρίτος άρχισε να ξεντύνει το Δημητρό από την μέση και πάνω. Στην εικόνα αυτή άρχισα να σπρώχνω το πλήθος για να φτάσω όσο πιο γρήγορα γίνεται. Με το που φτάνω εκεί αρχίζω να χτυπάω με όση δύναμη είχα και τους τρεις, ωστόσο αυτοί ήταν πολύ πιο δυνατοί από μένα και κατάφεραν να με ακινητοποιήσουν εύκολα. Κανείς δεν γύρισε να μας βοηθήσει και τα αγόρια δεν ήξερα που είναι και δεν μπορούσα να τα ειδοποιήσω κάπως. Το Δημητρό έκλαιγε και εκείνοι του έκλεισαν το στόμα. Εγώ προσπάθησα να σηκώσω το κεφάλι μου αλλά με ένα χτύπημα βρέθηκα πάλι στο πάτωμα, χτυπώντας το κεφάλι μου, το οποίο άρχισε να βγάζει αίμα.

Η υπόθεση των ονείρων μουМесто, где живут истории. Откройте их для себя