Ένα βράδυ πριν το ταξίδι μας, βρέθηκα ξανά σε εκείνο το σπίτι για μία τελευταία φορά. Ήμουν στην τουαλέτα του σπιτιού, την οποία δεν είχα παρατηρήσει τις προηγούμενες φορές. Η μπανιέρα ήταν γεμάτη με αίμα και στην άκρη ήταν αφημένο ένα γράμμα. Το γράμμα έγραφε το εξής:
« Όταν ήμουν δώδεκα χρονών ο μπαμπάς μου έγινε άλλος άνθρωπος. Με αγαπούσε με διαφορετικό τρόπο από ότι πριν. Αντί να με χαϊδεύει απαλά στο κεφάλι με χτυπούσε, αντί να παίζει μαζί μου, έπαιζε με το σώμα μου, αντί να ήταν τρυφερός ήταν σκληρός. Ο αυτισμός ήταν κάτι που δεν μπορούσε να δεχτεί πως είχα. Με έκανε να αισθανθώ ότι δεν άξιζα τίποτα και πως κατέστρεφα το όνομα και την περηφάνια του, ενώ η μητέρα μου μου έλεγε πως ήμουν κάτι ξεχωριστό και υπέροχο. Η μητέρα μου με αγαπούσε τόσο, που αποφάσισε να έρθει μαζί μου ».
Το γράμμα εξαφανίστηκε και στην μπανιέρα άρχισαν να δημιουργούνται φυσαλίδες. Το σώμα της Αριάδνης άρχισε να σχηματίζεται σιγά σιγά. Έκανα πίσω γιατί τρόμαξα αλλά δεν έφυγα. Άρχισα να κλαίω όταν συνειδητοποίησα ότι το αίμα στην μπανιέρα ήταν από τις φλέβες της μικρής Αριάδνης. Είχε αυτοκτονήσει. Ξάφνου άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα μία γυναικεία φιγούρα, η οποία φώναζε υστερικά κλαίγοντας. Ήταν η μητέρα της. Τότε πήρε αγκαλιά την κόρη της κρατώντας στο χέρι της το ίδιο νυστέρι που είχε χρησιμοποιήσει η κόρη της. Ξαφνικά είπε « Έρχομαι μαζί σου » και πέθανε και αυτή με τον ίδιο τρόπο. Έκλαιγα πάνω από την μπανιέρα για ώρες ώσπου ένα χέρι με ακούμπησε στον ώμο.
Ήταν η Αριάδνη. Ντυμένη με ένα λευκό φόρεμα και χτενισμένα τα μαλλιά της προς τα πίσω. Μου έδωσε το χέρι της και μου ζήτησε να πάω μαζί της με μία πολύ γλυκιά φωνή. Έκανα όπως μου είπε και έτσι βγήκαμε από το σπίτι και βρεθήκαμε έξω στον κήπο. Τον ίδιο κήπο που έβλεπα από το παιδικό δωμάτιο προηγουμένως. Μου ζήτησε να παίξουμε για λίγο μέσα στα λουλούδια, μα όταν σκοτείνιασε μου είπε να κρυφτούμε γιατί θα γύριζε ο πατέρας της. Κρυφτήκαμε πίσω από τα λουλούδια και μόλις σκοτείνιασε εμφανίστηκε ο μπαμπάς της, ο οποίος έμπαινε μέσα στο σπίτι. Τότε η Αριάδνη μου είπε να περιμένω μέχρι να φωνάξει την μαμά της.
Μετά από λίγη ώρα η μητέρα της εμφανίστηκε μπροστά μου. Φορούσε το ίδιο φόρεμα και τα μαλλιά της ήταν το ίδιο χτενισμένα. Μου είπε πως ήταν καιρός να απελευθερωθούν. Με πρόσταξε να δώσω ένα τέλος αλλά δεν καταλάβαινα. Μου έπιασε το χέρι και μου έδωσε έναν αναπτήρα αρκετά παλιό και μου έκανε νεύμα με το κεφάλι της. Κατάλαβα ότι ήθελε να βάλω φωτιά ίσως στο σπίτι που τις κρατούσε φυλακισμένες ο άντρας της, καίγοντας και αυτόν τον ίδιο μαζί. Πώς όμως θα έπαιρνε φωτιά το σπίτι με έναν απλό αναπτήρα; Τότε ξαφνικά άρχισε να βρέχει αλλά οι σταγόνες ήταν πετρελαίου.
Έτρεξα κοντά στην πόρτα και έβαλα φωτιά στο σπίτι. Άκουγα τα ουρλιαχτά του πατέρα της, ώσπου το σπίτι έγινε στάχτη. Ξάφνου μητέρα και κόρη είχαν εξαφανιστεί και μπορούσα να ακούσω μόνο τις φωνές τους, που έλεγαν ευχαριστώ. Ξύπνησα αγκαλιάζοντας τον Αχιλλέα, ο οποίος προσπάθησε να με ηρεμήσει ρωτώντας με αν ήταν όλα καλά. Για πρώτη φορά στην ζωή μου αισθανόμουν ότι είμαι όντως καλά.
Από τότε δεν ξαναείδα την Αριάδνη στον ύπνο μου, ούτε γενικά κάποιο παρόμοιο όνειρο. Ήταν σαν να είχε ολοκληρωθεί ένα κεφάλαιο, μία ιστορία, έστω και μετά από τόσο καιρό. Για χρόνια έψαχνα να βρω κάποια καταγραφή της υπόθεσης στις παλιές εφημερίδες αλλά δεν υπήρχε τίποτα. Ήταν σαν να μην συνέβη ποτέ αλλά εγώ βαθιά μέσα μου ήξερα πως είναι αληθινό. Υπήρξαν στιγμές στην καθημερινότητα μου που αισθανόμουν ότι κάποιος με παρακολουθούσε στα κρυφά αλλά πάντα όταν γύριζα να κοιτάξω δεν ήταν κανείς εκεί.
Η ζωή μου πήγαινε πολύ καλά μετά από όλα αυτά που είχαν συμβεί και αυτός νομίζω ότι ήταν και ο λόγος που μου έδωσε το κουράγιο να σας αφηγηθώ την ιστορία αυτή, όπου όνειρο και πραγματικότητα κινούνταν σε μία παράλληλη γραμμή. Ένα παράπονο από το παρελθόν, μία αδικημένη ψυχή που ζητούσε εξιλέωση και μαζί της να λυτρωνόνταν και άλλες πληγωμένες ψυχές από το μέλλον, που όμως μοιράζονται τον ίδιο πόνο.
Έφτασα λοιπόν τα σαράντα και έχοντας αποκτήσει τόσα βιώματα ζωής, αποφασίσαμε με τον Αχιλλέα να αποκτήσουμε το πρώτο μας παιδί. Πιστεύαμε ότι ήμασταν έτοιμοι και οι δύο για κάτι τέτοιο. Έτσι όσο γράφω αυτήν την ιστορία η μικρή Αριάδνη, η κόρη μας, είναι στο σαλόνι με το μπαμπά της και παίζει, γεμάτη αγάπη. Νομίζω στο τέλος ότι όλα αυτά που ζήσαμε με τον Αχιλλέα, άξιζαν κάθε κόπο γιατί πλέον βρίσκομαι εδώ, ευτυχισμένος με έναν άντρα και μία κόρη που αγαπώ και δεν θα άλλαζα με τίποτα στον κόσμο.

ESTÁS LEYENDO
Η υπόθεση των ονείρων μου
TerrorΉμουν τέσσερα χρονών όταν βρέθηκα εκεί για πρώτη φορά. Το σπίτι αυτό όμως με στοίχειωσε για πολλά χρόνια. Βρέθηκα πολλές φορές εκεί και πάντα έβλεπα κάτι καινούργιο. Δωμάτια με διαφορετική ιστορία το καθένα να ξετυλίγονται το ένα μετά το άλλο στα όν...