Κεφάλαιο 10

206 35 9
                                    

Το βράδυ κοιμήθηκε στο παλιό της κρεβάτι που μοιραζόταν μαζί του. Μέσα στην ησυχία του σπιτιού της, άφησε τα δάκρυα της να χυθούν ελεύθερα. Τράβηξε το σεντόνι πιο ψηλά για να φτάσει στη μύτη της το άρωμα του.

Ήταν η τέλεια ευκαιρία για να φύγει. Να ελευθερωθεί από τα δεσμά του και να μην την βρει ποτέ. Αλλά όσες φορές κι αν έφτασε στην πόρτα, έκανε μεταβολή και γύρισε πίσω. Η φυγή δεν ήταν λύση.

Ήθελε να τον πάρει τηλέφωνο αλλά δεν είχε δικαιολογία. Κι όταν την κάλεσε εκείνος, εκείνη δεν απάντησε. Ούτε την επόμενη μέρα. Μέχρι που δέχτηκε ότι της είχε λείψει και έκανε την κίνηση.

Άνοιξε την βιντεοκάμερα του κινητού της και περίμενε. Στον τρίτο χτύπο, η συνομιλία άνοιξε και το έκπληκτο πρόσωπο του εμφανίστηκε στην οθόνη.

" Άντα;"

" Γεια. Σε ενοχλώ;"

" Όχι", απάντησε μονολεκτικά και περίμενε να συνεχίσει.

Η Άντα έχασε το θάρρος της ακούγοντας τον λιγομίλητο. Πίστεψε ότι και εκείνου θα του είχε λείψει. Οι παλάμες της είχαν ιδρώσει.

" Είσαι έξω; Νόμιζα ότι τέτοια ώρα δεν θα είχες δουλειά και θα μπορούσες να μου δείξεις λίγο με την κάμερα το μέρος" του εξήγησε δειλά.

" Φυσικά και θα σου δείξω ό,τι θέλεις αλλά δεν έχω τελειώσει ακόμη τις συναντήσεις μου για απόψε. "

" Τζέραρντ, μπορούμε επιτέλους να συνεχίσουμε. Έχεις παραγγείλει;"

Η Άντα είδε μια μελαχρινή γυναίκα με μακριά μαλλιά να περνάει αστραπιαία από την κάμερα. Από την απαλή φωνή της μπορούσε να καταλάβει ότι ήταν αρκετά όμορφη.

" Πρέπει να σε κλείσω. Θα τα πούμε αργότερα, αγάπη μου!"

Μάλιστα. Εκείνη μαραζωνε και ο Τζέραρντ απολάμβανε τη ζωή του μακριά της.

Έκανε λάθος που νόμιζε ότι θα βρισκόταν κλεισμένος στο δωμάτιο του και θα την σκεφτόταν όπως αυτή εκείνον.

Ξάπλωσε θυμωμένη με τον εαυτό της και όταν την κάλεσε μία ώρα αργότερα, εκείνη του το έκλεισε. Ξανά και ξανά.

****

Το μπαρ όπου σύχναζε ο Μπάρι είχε  αρκετούς θαμώνες . Μικρούς και μεγάλους. Στρογγυλά τραπέζια γύρω από ένα μεγάλων διαστάσεων μπιλιάρδο, χαμηλός φωτισμός και πέτρινοι τοίχοι γεμάτοι απομιμήσεις πινάκων μεγάλων καλλιτεχνών. Η Άντα διάλεξε μια θέση στο μπαρ και βολεύτηκε σ' ένα ψηλό σκαμπό παραγγέλνοντας μια μαύρη μπύρα. 

" Σου αρέσει εδώ ή θες να φύγουμε;"

" Όχι, είναι όμορφα. Έχω αρκετό καιρό να βγω έξω οπότε και μέχρι την γωνία να πηγαίναμε ωραία θα μου φαινόταν" γέλασε αλλά στην πραγματικότητα ήθελε να κλάψει.

Χρειαζόταν να μιλήσει σε κάποιον. Βέβαια δεν ήξερε αν ο Μπάρι ήταν ο κατάλληλος γιατί έτρεφε αισθήματα γι αυτήν αλλά ήταν ο μόνος διαθέσιμος. Και προς έκπληξη της ήταν καλός ακροατής.

" Δεν σου αξίζει, Άντα. Εσύ είσαι καλή, έξυπνη, όμορφη, με μια καρδιά παιδιού. Σου αξίζει να αγαπηθείς. Αυτός αγαπάει μόνο τον εαυτό του."

Το θλιμμένο πρόσωπο της του χάρισε ένα μικρό χαμόγελο το οποίο της ανταπέδωσε όταν το χέρι της χάιδεψε το δικό του.

Χρειαζόταν αυτό το ζεστό άγγιγμα. Αποζητούσε την οικειότητα σε λάθος άτομο. Αλλά ένιωθε μόνη και αβοήθητη. Ήθελε να δοκιμάσει. Ήθελε να δει.

Το στόμα της βρέθηκε τρυφερά πάνω στο δικό του και έμεινε εκεί για δευτερόλεπτα. Η ζεστή ανάσα του χτύπησε το σαγόνι της όταν εκείνη απομακρύνθηκε βιαστικά από κοντά του.

Ήταν λάθος.

Δεν ήταν αυτός για τον οποίο προοριζόταν τα χείλη της.

Σηκώθηκε αγαρμπα από το σκαμπό της, άφησε ένα χαρτονόμισμα που έβγαλε από τη τσέπη της και έφυγε χωρίς να κοιτάξει λεπτό τον Μπάρι ο οποίος την κοιτούσε σαν χάνος δίχως να καταλαβαίνει τι είχε συμβεί.

Βγήκε έξω τρέμοντας. Ο αέρας χαλούσε τα χτενισμένα μαλλιά της και δυσκόλευε την κίνηση της αλλά δεν το έβαζε κάτω.

Έπρεπε να πάει σπίτι.

Έπρεπε να τον πάρει τηλέφωνο.

Να του πει ότι....

Ότι φίλησε άλλον άνδρα;

Όχι, αυτό δεν έπρεπε να το πει. Αλλά θα του έλεγε τι κατάλαβε από αυτή την παράτολμη κίνηση της.

Σταγόνες βροχής έπεφταν σαν δάκρυα από τον ουρανό και η Άντα έκλεισε πιο σφιχτά το μπεζ παλτό της. Δεν θα σταματούσε τη διαδρομή της ούτε λεπτό για λίγο χιονόνερο.

Μέχρι να φτάσει στο σπίτι, τα ρούχα της είχαν γίνει μούσκεμα και σταλες νερού έπεφταν περιοδικά από τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά της. Ξεκλείδωσε την πελώρια καγκελόπορτα με ανυπομονησία και σταμάτησε απότομα το βήμα της όταν είδε την φιγούρα του να στέκεται αγέρωχη στο τζάμι.





 Ξεκλείδωσε την πελώρια καγκελόπορτα με ανυπομονησία και σταμάτησε απότομα το βήμα της όταν είδε την φιγούρα του να στέκεται αγέρωχη στο τζάμι

¡Ay! Esta imagen no sigue nuestras pautas de contenido. Para continuar la publicación, intente quitarla o subir otra.
I DoDonde viven las historias. Descúbrelo ahora