Κεφάλαιο 13

232 34 12
                                    


Η Μαρισολ την υποδέχτηκε με ανοιχτές αγκάλες στο αεροδρόμιο. Η Άντα έσφιξε τη φίλη της στην αγκαλιά της και ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Είχε αρκετό καιρό να την δει. Περίπου ένα χρόνο. Μετά το γάμο της με τον Τζέραρντ δεν είχε λόγο να πάει πίσω στην Γαλλία οπότε είχε έρθει εκείνη Ελλάδα για μια φορά. Έκτοτε μιλούσαν με βιντεοκλήσεις.

Τη φιλοξένησε το βράδυ στο μικρό αλλά χλιδάτο σπίτι της και το επόμενο πρωί πήγε στο δικό της που απείχε μόλις λίγα λεπτά μακριά με το λεωφορείο και παρέμενε κλειστό για τρία χρόνια.

Έβγαλε τις πλαστικές σακούλες από τα έπιπλα και κατέβασε τα σκονισμένα σεντόνια από τους πίνακες της. Όλα ήταν όπως τα είχε αφήσει. Εκτός από τα λουλούδια που είχαν ξεραθεί και δεν γινόταν να κάνει τίποτα για να σωθούν.

Επί δύο μέρες καθάριζε το διαμέρισμα της μόνη της. Χωρίς υπηρέτες και βοηθούς ένιωθε άνθρωπος. Αποφάσισε να αλλάξει τα χρώματα στους τοίχους και ξεκαθάρισε τα πράγματα της από τα σκουπίδια. Κορνίζες έστησε μόνο μία στο σαλόνι. Αυτή από την αποφοίτησή της από την σχολή καλών τεχνών. Αγκαλιά με τη Μαρισολ κρατούσαν ψηλά τα διπλώματα τους γελώντας στο φακό. Η μοναδική στιγμή που ένιωσε χαρούμενη, ανέμελη και χωρίς βάρη στις πλάτες της.


Αφιέρωνε τα βράδια της στη ζωγραφική αλλά πολλές φορές μάταια. Το πινέλο ζωγράφιζε όσα ένιωθε η καρδιά της παρά αυτά που πρόσταζαν το μυαλό και τα μάτια της. Κάθε ανδρική φιγούρα στους πίνακες της έπαιρνε τη μορφή του και κάθε φωτεινό χρώμα επισκιαζόταν τελικά από μια σκοτεινή απόχρωση. Το μεγαλύτερο έργο της, ο Σκορπιός και ο Ωρίωνας, παρέμενε κάτω από το σεντόνι σαν κάτι καταραμένο που δεν έπρεπε να το δει η μέρα.

Τα πρωινά έψαχνε γκαλερί για να προωθήσει τα έργα της. Αρνήθηκε το καταπίστευμα της οικογένειας της μετά τη φυγή της αλλά ο δικηγόρος της την βεβαίωσε πως ο πατέρας της δεν την απέκλεισε από τη χρήση της περιουσίας ούτε της αφαίρεσε κανένα δικαίωμα. Μόνη της όμως ήθελε να σταθεί στα πόδια της και να βασιστεί στις ικανότητες της.

Είχαν περάσει τρεις εβδομάδες και της φαινόταν σαν αιώνας. Δεν ζούσε μόνο ζωγράφιζε. Κοιτούσε που και που το τηλέφωνο της ελπίζοντας αλλά μετά την πρώτη εβδομάδα που δεν χτύπησε ποτέ, το πέταξε στην άκρη.

Μερικά βράδια έκλαιγε. Σκεφτόταν να γυρίσει πίσω για να τον δει. Για να δει αν υποφέρει κι εκείνος. Της είχε λείψει αλλά είχε κάψει την ψυχή της ανεπανόρθωτα. Εκείνος δεν ρωτούσε καν αν ζει. Συνέχιζε ανενόχλητος τη ζωή του και εκείνη είχε κάτι δικό του που θα κρατούσε την εικόνα του πάντα ζωντανή.

" Ο δικηγόρος σου είναι πάλι. Δεν θα το σηκώσεις;" την ρώτησε εύλογα η Μαρισολ.

Είχε έρθει για να την βγάλει από το ατελιέ της και να περάσουν ένα χαλαρό απόγευμα μαζί τρώγοντας και βλέποντας ταινίες.

Η Άντα ξεφύσηξε και τράβηξε το τηλέφωνο.

" Μπάρι, τι συμβαίνει;"

" Είσαι καλά, Άντα; Σου τηλεφωνώ τρεις μέρες τώρα."

" Καλά είμαι. Χρειάζεσαι κάτι;" Τον ρώτησε ανυπόμονη τρώγοντας μερικά πατατάκια με γεύση μπάρμπεκιου.

" Πού βρίσκεσαι;"

" Προτιμώ να μην πω. Κι αν δεν έχεις κάτι σοβαρό να μου πεις, καλύτερα να μη μου τηλεφωνείς καθόλου."

I DoOù les histoires vivent. Découvrez maintenant