" Τζέραρντ.." η φωνή της Άντα έτρεμε από προσμονή.
" Σςς" ψιθύρισε εκείνος βγάζοντας μερικές βρεγμένες τούφες που είχαν καλύψει τα μάτια της.
Τα χέρια του ανεβοκατέβαιναν τρυφερά σε όλο το κορμί της. " Είσαι πολύ όμορφη, μωρό μου."
Τον κοίταξε έκπληκτη ψάχνοντας στα μάτια του την αλήθεια.
" Γιατί μου το λες τώρα;" τον ρώτησε τόσο σιγανά που δεν ήταν σίγουρη ότι την άκουσε. Μπορούσε όμως σίγουρα να δει την αμφισβήτηση στο πρόσωπο της που της προκάλεσαν τα λόγια του.
" Γιατί είμαι ένας τρανός ηλίθιος και δεν σε εκτιμούσα όταν σε είχα δίπλα μου. Απόψε όμως θα τα κάνω όλα σωστά. "
Κι ας είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω.
Τα χείλη του βρέθηκαν πάνω στα δικά της διψασμένα και απαιτητικά. Οι γλώσσες τους είχαν γίνει ένα κουβάρι όπως και η κατάσταση μεταξύ τους. Η Άντα δεν ήταν πια σίγουρη για τις αποφάσεις της. Όμως ήθελε να πάρει το ρίσκο και να του δώσει μια ευκαιρία ακόμη.
" Σε αγαπώ πολύ!"
" Κι εγώ σ' αγαπώ Άντα!"
Μακάρι να μπορούσα να σου ορκιστώ το για πάντα.
Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της και ένωσε τα μέτωπα τους. Τα δάκρυα που γευόταν στα μάγουλα του ήταν ζεστά και αληθινά. Ψιθύριζαν ο ένας στον άλλον γλυκά, παρηγορητικά λόγια όσο τα κορμιά τους χόρευαν σ' ένα δικό τους ρυθμό. Πρωτόγνωρο, μοναδικό, σαν να είχε λείψει το ένα στο άλλο.
Όλο το βράδυ ανακτούσαν τον χαμένο χρόνο, τις χαμένες αγκαλιές και τα χάδια. Ήθελαν να χορτάσουν τη στιγμή ο καθένας για διαφορετικούς λόγους.
Ο ένας από ανάγκη και ο άλλος από φόβο.
Δεν ήθελε να ξημερώσει η νύχτα.
Μια καινούρια μέρα, ένας χτύπος λιγότερος. Και ένα βήμα πιο κοντά στο σκοτάδι.
***
Το θερμό φως που έπεφτε στο τζάμι και έπειτα έλουζε το γυμνό κορμί της, την έκανε να ανοίξει τα μάτια της και να αναζητήσει χαμογελαστή τον Τζέραρντ στα λευκά σεντόνια.
Αλλά ήταν άφαντος όπως και όλα του τα ρούχα στα συρτάρια.
Πανικόβλητη φόρεσε πρόχειρα τη ρόμπα της και κατέβηκε τη σκάλα φωνάζοντας το όνομα του. Τον βρήκε να την περιμένει στο σαλόνι μαζί με τη βαλίτσα του και ένα ποτήρι κρασί στο χέρι.
" Τζέραρντ.." ψέλλισε .
" Πού πηγαίνεις;" Συνέχισε όταν εκείνος δεν της απάντησε και κατέβαζε γουλιά γουλιά το ποτό του.
Το σοβαρό ύφος του δεν μαρτυρούσε κανένα συναίσθημα ούτε τι επρόκειτο να ακολουθήσει. Τράβηξε ένα τετρασέλιδο χαρτί από το τραπέζι και της το έδωσε.
Η Άντα σάστισε όταν είδε την υπογραφή του δίπλα από τη δική της. " Τι σημαίνει αυτό;" Τα χέρια και τα πόδια της έτρεμαν.
" Σε αφήνω ελεύθερη" της απάντησε. " Όπως μου είχες ζητήσει."
Ανοιγοκλεινε τα χείλη της μη μπορώντας να αρθρώσει λέξη. Δεν καταλάβαινε τίποτα.
" Μα, χθες -"
" Ήταν λάθος το χθεσινό" την διέκοψε. " Δεν σκεφτόμουν καθαρά."
" Δεν καταλαβαίνω. Μήπως είσαι άρρωστος; Έχεις πυρετό;" Έκανε να τον πλησιάσει αλλά την σταμάτησε.
" Είμαι μια χαρά. Απλώς κατάλαβα ότι δεν έχουμε μέλλον."
" Μου είπες ότι με αγαπάς Τζέραρντ. Πώς γίνεται να έκανες λάθος;"
" Λοιπόν, αυτή είναι η απόφαση μου. Ότι είχα να πω, το είπα. Θα φύγω εγώ από το σπίτι. Εξάλλου αυτό είναι το σωστό."
" Όχι, μην κουράζεσαι. Θα φύγω εγώ. Μια και καλή. Δεν θέλω να σε ξαναδώ μπροστά μου. Σε μισώ. Με άκουσες; Σε μισώ!"
Ξέσπασε σε λυγμούς και έτρεξε πίσω στο δωμάτιο να μαζέψει τα πράγματά της για μια ακόμη φορά. Τελευταία. Είχε τελειώσει οριστικά μαζί του και με την άθλια συμπεριφορά του. Ήταν ανώριμος και ψεύτης. Δεν θα έχυνε άλλο δάκρυ για χάρη του.
" Καλά κάνεις. Γιατί και εγώ με μισώ" ψιθύρισε εκείνος μόλις χάθηκε η φιγούρα της από τη σκάλα. Πέταξε το ποτήρι του με δύναμη στον τοίχο και έγινε χίλια κομμάτια όπως όλη του η ζωή.
Oops! This image does not follow our content guidelines. To continue publishing, please remove it or upload a different image.