Κεφάλαιο 15

208 33 12
                                    

                                                                       Πήγε μια μέρα νωρίτερα από αυτή που είχαν συνεννοηθεί. Φόρεσε τα φαρδιά της ρούχα και περιποιήθηκε καλά την εμφάνιση της. Δεν ήξερε πως ήταν η νέα κοπέλα του, δεν την ένοιαζε η γνώμη της αλλά δεν ήθελε να δείχνει κακομοίρα. Ήθελε να του δείξει ότι έχει προχωρήσει κι αυτή. Ακόμη κι αν ήταν ψέμα.

Οι γονείς της είχαν καταφέρει να την πείσουν να του μιλήσει για το μωρό. Δεν είχε σκεφτεί όμως πως θα το κάνει, από που θα βρει το θάρρος για να το ξεστομίσει και δείλιαζε στη σκέψη ότι μπορεί να επέλεγε τη νέα του σύντροφο από το παιδί τους. Μπορεί να υποστήριζε ότι δεν νοιαζόταν για το τι σκεφτόταν ο Τζέραρντ αλλά μέσα της μια μικρή φωνουλα της έλεγε αμυδρά να ελπίζει.

Χτύπησε το κουδούνι μετά από πολύωρη σκέψη και περίμενε. Έβαλε το αυτί της στην πόρτα να αφουγκραστεί αφού δύο λεπτά αργότερα δεν άνοιξε κανείς. Μπήκε στο πειρασμό να χρησιμοποιήσει το κλειδί της αλλά ο ήχος της μηχανής ενός αυτοκινήτου σταμάτησε τη κίνηση της.

Κρύφτηκε πίσω από τον τοίχο και δειλά κοίταξε την μελαχρινή γυναίκα που κατέβηκε από το μαύρο αυτοκίνητο κρατώντας μια πράσινη σακούλα φαρμακείου. Ο Τζέραρντ ήταν άρρωστος;

Η περιέργεια της μεγάλωσε και προχώρησε από την πίσω πλευρά του σπιτιού, στην μπαλκονόπορτα που έβλεπε στο σαλόνι. Την άνοιξε με επιτυχία και μπήκε στο σπίτι ήσυχα.  Δεν ακουγόταν κανένας ήχος παρά μόνο ο δυνατός χτύπος της καρδιάς της. Η αγωνία την κύκλωνε καθώς ανέβαινε τη σκάλα. 

" Φαίνεσαι καλύτερα σήμερα."

Η πόρτα του δωματίου ήταν ανοιχτή και η φιγούρα της γυναίκας ήταν η μόνη που διακρίνονταν. 

" Θα σου αλλάξω το οξυγόνο και θα φύγω αφού βεβαιωθώ ότι πάρεις το χάπι σου."

Οξυγόνο; Χάπι; 

Τι σκατά συνέβαινε;

Και που σκατά την είχε ξαναδεί αυτή την γυναίκα; 

Ήταν γνωστή. Η Άντα ήταν σίγουρη γι' αυτό.

Κρύφτηκε και παρατήρησε τις κινήσεις της μέχρι να φύγει από το σπίτι. Δεν άργησε να τους αφήσει μόνους.

Τζέραρντ;"

Ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι και το μαύρο μπλουζάκι του ήταν ποτισμένο στον ιδρώτα. Τα μάτια του ήταν κλειστά και πάλευε να τα ανοίξει ακούγοντας τη φωνή της.  Το χέρι της ακούμπησε το μέτωπο του και ο άνδρας τινάχτηκε.

" Άντα... Άντα, τι κάνεις εδώ;" Η φωνή του βραχνή ίσα που ακούστηκε.

" Τι έχεις, Τζέραρντ;"

" Τι κάνεις εδώ;" Επανέλαβε βήχοντας ελαφρά.

Βλέποντας τον να παλεύει να βρει την ανάσα του, ανησύχησε στα αλήθεια. " Είσαι άρρωστος;"

Οι κόρες των ματιών του σκοτείνιασαν και πέταξε τα σωληνάκια από το χέρι του. " Τι θέλεις εδώ; Αύριο δεν θα ερχόσουν;"

" Έχει σημασία; Αύριο θα ήσουν όρθιος;"

" Πάρε ο,τι θες και φύγε" απάντησε αυστηρά.

" Απάντησε μου πρώτα. Είσαι άρρωστος;"

" Δεν σε αφορά."

Ο πεισματάρης χαρακτήρας του ακόμη και στην ασθένεια ήταν παρών. Απ'ότι φαίνονταν για να πάρει απαντήσεις, θα έπρεπε να πιάσει μόνη τη νοσοκόμα.

" Δεν έχουμε χωρίσει ακόμη οπότε έχω το δικαίωμα να μαθαίνω ο,τι σε αφορά" του ανταπάντησε κάνοντας τον να σμίξει τα φρύδια του.  Την έβρισκε ενοχλητική αλλά του είχε λείψει.

Κάθισε στην άδεια καρέκλα απέναντι του, σταύρωσε τα πόδια και τα χέρια της και τον κοιτούσε χωρίς να βλεφαρισει. Ο Τζέραρντ αναστέναξε και ξάπλωσε πίσω ανήμπορος. Δεν είχε τη δύναμη να μιλήσει πόσο μάλλον να τη διώξει. Ένιωσε τα μάτια του βαριά από την επήρεια του φαρμάκου και γέρνοντας το κεφάλι του ελαφρά προς το πλάι, κοιμήθηκε με την εικόνα της στο κεφάλι του.

Έψαξε τα συρτάρια του για εξετάσεις, παραπεμπτικό, συνταγές αλλά δεν βρήκε τίποτα που να μαρτυρούσε τι είχε συμβεί στον Τζέραρντ. Μόνο μια φιάλη οξυγόνου ήταν συνδεδεμένη στο χέρι του και τίποτα άλλο. Έβρεξε με ένα πανί το μέτωπο του και περίμενε καρτερικά να ξυπνήσει. Δεν θα έφευγε αν δεν έπαιρνε απαντήσεις.

Τηλεφώνησε στους γονείς της και είπε ότι θα αργήσει. Έφτιαξε φαγητό και για τους δυο, δηλαδή τρεις τώρα πια, και πλησίασε το κρεβάτι του για να τον ξυπνήσει κρατώντας ένα πιάτο αχνιστο φαγητό.

" Ακόμη εδώ είσαι;"  Την ρώτησε σκυθρωπός.

" Ναι, σου έφτιαξα σούπα."

" Δεν είμαι κρυωμενος. Δεν τη θέλω."

" Και τι είσαι τότε, Τζέραρντ; Εξήγησε μου να μάθω" τον προκάλεσε μάταια.

" Σου είπα να μην ανακατεύεσαι και να φύγεις. Κουφή είσαι;" Τίναξε το χέρι του και το πιάτο που κρατούσε έγινε χίλια κομμάτια. Ζωμός πετάχτηκε στα ρούχα της και ένα κομμάτι γυαλί τρύπωσε κάτω από το παντελόνι της κόβοντας επιφανειακά το δέρμα του ποδιού της.

Ούρλιαξε από τον πόνο και ο Τζέραρντ μεμιάς βρέθηκε δίπλα της αψηφώντας τη σοβαρή κατάσταση του.

" Συγγνώμη, συγγνώμη, συγγνώμη..." επαναλάμβανε για πολλή ώρα ακόμη κι όταν το αίμα είχε σταματήσει να τρέχει.

" Αγάπη μου", η Άντα έπιασε γλυκά το πρόσωπο του στα δυο της χέρια, " πες μου τι σου συμβαίνει. Με ανησυχείς."

Έτριψε τη μύτη του στη δική της αναζητώντας οικειότητα και ένα δάκρυ κύλησε πριν προλάβει να το καταλάβει.

" Πεθαίνω, αγάπη μου!"



I DoDonde viven las historias. Descúbrelo ahora