𝙵𝚒𝚟𝚎

26 2 0
                                    

Η αλμύρα της θάλασσας δρόσιζε απ'άκρη σ'άκρη τα πρόσωπα μας. Νιώθαμε τον άνεμο να φουσκώνει μέσ'τα στήθη μας και τα πελώρια κύματα να σηκώνονται μέχρι τα σκούρα σύννεφα. Η Νίκη φορούσε το μπουφάν μου. Της έπεφτε αρκετά μακρύ παρόλαυτα της πήγαινε πολυ. Οι δύο μας στεκομασταν περήφανα εκεί όπου εσκαγε το κύμα. Είχαμε υψώσει τα χέρια στον ουρανό, με τα πνευμόνια μας να γεμίζουν οξυγόνο.

Χαμογέλασα, κοιτάζοντας την να αναφωνεί ζωηρά. Τα ξανθά της μαλλιά έπεφταν μπροστά στο στήθος της, όπου τα ακροδάχτυλα της ενώθηκαν σιγά σιγά με τα δικά μου. Γυρησε και με κοίταξε, όπου αμέσως ένιωθα μια ευφορία να με κατακλύζει.

Ξαπλώσαμε κάτω στην άμμο. Το κεφαλή της αγκουμπουσε πάνω στο στήθος μου. Ειμασταν και οι δύο ήρεμοι, πολύ ήρεμοι. Έριξα μια ματιά στο ολόφωτο σπίτι μου πάνω στον βράχο. Πόσο όμορφα ξεπρόβαλε μέσα στην σκούρα γαλάζια σκοτεινιά που απλωνόταν σαν μανδύας ολογυρα.
"Τι σκέφτεσαι;", με ρώτησε με την απαλή της φωνή
"Τίποτα..."
"Ουαου! Πώς γίνετε ένας άνθρωπος να μην σκέφτεσαι τίποτα;"
Γέλασα
"Κάποιες φορές γίνετε ξέρεις..."
"Σε εμένα πάντως ποτέ!"

Κοίταξα τα μαλλιά της, αρχίζοντας να της τα χαϊδεύω απαλά
"Έχεις πολύ όμορφα μαλλιά", της είπα σιγανά
"Μου την πέφτεις ;"
"Μπορεί..."
"Μάλιστα!", γέλασε, "παραφερθηκες λίγο!"
"Λίγο ναι" , χαμογέλασα, " μου αρέσει πολύ αυτός ο καιρός. Είναι πολύ μελαγχολικός, πολύ σκοτεινός..."
"Ισχύει είναι aesthetic!", με κοίταξε, " θες να βγάλουμε ένα στόρι ;"
"Όχι είμαι άσχημος!"
"Έλα..."
"Βγάλε την θάλασσα καλύτερα. Η θάλασσα είναι όμορφη."
"Και εσύ είσαι, Γιώργο"

Κοίταζα την σκοτεινιά των συννέφων, βλέποντας μέσα στο κάθε ένα να λάμπει μια μικρή ελπίδα φωτός. Αυτή ήταν η Άνετα, ήταν η Άνετα μέσα στο απέραντο σκοτάδι μου. Ήθελα να γδυθω, να πετάξω τα ρούχα που φορούσα από πάνω μου και να χαθώ μέσα στα δολοφονικά κύματα. Ίσως έτσι και να ήθελα να πνιγω. Θα ήταν ο πιο γλυκός πνιγμός που θα μπορούσε ο θεός να μου προσφέρει. Να πνιγώ μέσα στην γυμνή αγγαλια της θάλασσας, να εξαφανηστω σαν τον μισητό της εραστή που την απογοήτευσε.

Δεν θα έτρωγα ούτε απόψε. Τόσα και τόσα απόψε πέρασαν και εγώ ακόμη να φάω. Καθώς πήγαινα να μπω στο δωμάτιο μου, άκουσα τα βήματα του πατέρα μου ακριβώς από πίσω μου, συνοδευμένα με τον παφλασμο των κυμάτων.
"Γιώργο..."
"Έλα πατέρα..."
"Θέλεις να...να φας κάτι ;", τα μάτια του ήταν κουρασμένα, τα γκρίζα του μαλλιά λαμπυριζαν στο αχνό φως του φεγγαριού. Μύριζε ψάρια, μύριζε ωκεανό.
" Όχι...δεν πεινάω..."
"Και πότε θα πεινάσεις επιτέλους ; Τι στο καλό πια τζάμπα πηγαίνεις σε αυτή την ρημαδα την ψυχολόγο με τις λεσβίες μανάδες ;"
"Πατέρα..."
"Θα σε πάρω από έκει..."
Γέλασα, προσπαθοντας να συγκρατησω τα δάκρυα μου
"Τι θέλεις βραδιάτικα ;"
"Να φας, αυτό θέλω !", μου φώναξε
"Βασιλη!", άκουσα την φωνή της γιαγιάς κάτω στο σαλόνι, " άσε το παιδί και έλα εδώ ! Αρχίζει ο Βέγγος σε λίγο θα τον χάσεις !"

I Would Swallow You If I CouldWhere stories live. Discover now