Σηκώθηκα ολόγυμνος απ'το κρεβάτι. Ο Ανδρέας δεν υπήρχε πια δίπλα μου. Έτρεξα μέσα στο σαλόνι, ακούγοντας τον μικρό Γιώργο να πνίγεται στο σαλόνι. Οι κραυγές της μητέρας μου αντηχούσαν σε όλο το σπίτι.
Αμέσως μπήκα μέσα στο σαλόνι, με τα γυμνά μου πόδια να πάρουν απαλά επάνω στο χαλί, όπου καταρευσα μπροστά στα πόδια του μικρού Γιώργου, ο οποίος έκλαιγε στα χέρια της μητέρας μου.
Αρχησα να κλαίω, έκλαιγα τόσο σπαραχτικα, προσπαθοντας να καταλάβω γιατί ο Θεός επέλεξε να με τιμωρήσει με αυτόν τον τόσο σκληρό τρόπο. Κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει πόσο πολύ υπέφερα. Έκανα τα πάντα για να φάω, προσπαθούσα. Αφού δεν μπορούσα να τρώω ειδικά το βράδυ, τουλάχιστον έτρωγα όλη την υπόλοιπη ημέρα. Γιατί όμως ; Ειμουν και εγώ απλώς ένα παιδί, ένα παιδί που είχε όνειρα, ένα παιδί που πάντοτε πίστευε στους ανθρώπους, ένα παιδί που ήθελε να κατακτήσει τον κόσμο, ένα παιδί που ήθελε πολύ να είναι τέλειο όμως ποτέ δεν μπορούσε, ένα παιδί που ταξίδευε με το μυαλό του στο μέλλον και ήλπιζε όλα να πάνε καλά με την ζωή του, ειμουν ένα παιδί που απλά υπήρχε, απλά υπήρχε και βασανιζόταν. Ειμουν ένα παιδί που το μόνο που ήθελε ήταν να κάνει χαρούμενο τον μικρό Γιωργάκη...
Καθώς πήγα να κλείσω στην αγκαλια μου τον μικρό Γιωργάκη, δύο χέρια με άρπαξαν με την βία και με έσυραν ολόγυμνο κάτω στο χαλί. Προσπαθούσα να φύγω, ούρλιαζα. Ήταν ο πατέρας μου. Με πέταξε μέσα στην κουζίνα όπου ήταν η γιαγιά μου, η οποία με κοίταζε ανέκφραστη. Ο πατέρας μου τότε με πλησίασε κοντά στην γιαγιά μου, κρατώντας με σφυχτα απ'τα μπράτσα. Εγώ φώναζα και έκλαιγα κάτω στα πόδια της γιαγιάς μου, η οποία άρπαξε με τα χέρια της απ'τον πάγκο μια χούφτα καρύδια και μου την πλησίασε στο στόμα.
"Οχι...", έκλαιγα σπαραχτικα, όπου ο πατέρας μου έβαλε τα χέρια του μέσα στο στόμα μου, ανοίγοντας το διάπλατα.Η Γιαγιά μου έχωσε τα καρύδια μέσα στο στόμα μου, αναγκάζοντας με να τα φάω. Ποτέ δεν έτρωγα καρύδια. Ένιωθα ότι θα πνιγώ, προσπαθοντας να τα μασησω και να μην πνιγώ. Άκουγα τον πατέρα μου να γελάει από πάνω μου, το ίδιο και η μητέρα μου η οποία μόλις έκανε την εμφάνηση της μέσα στην κουζίνα. Αμεσως με έπιασε απ'τον λαιμό, προσπαθοντας με νύχια και με δόντια να με πνίξει.
Το κεφαλή μου αγκουμπησε μαλακά κάτω στο πάτωμα της κουζίνας. Ο Ανδρέας ανέβηκε σιγά σιγά επάνω μου, αγκαλιάζοντας με σφυχτα. Όλα γύρω μου ήταν τόσο θολά, μονάχα εκείνον μπορούσα να διακρίνω ολοκάθαρα...
"Μην φοβάσαι...", μου ψυθηρησε και ξαφνικά έπαψα να φοβάμαιΞαφνικά είδα στο οπτικό μου πεδίο να εμφανίζεται και ο μικρός μου εαυτός. Στάθηκε δίπλα στον Ανδρέα, όπου οι δύο τούς με κοίταζαν με ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη. Αρχησα να κλαίω γεμάτος συγκίνηση γιατί συνειδητοποίησα πως και οι δύο τους ήταν περήφανοι για εμένα...Ήταν εκείνοι...ήταν εκείνοι και αυτό μου αρκούσε...και ίσως θα έπρεπε από πάντα να μου αρκεί...
Είχα κάνει τον μικρό Γιωργάκη περήφανο...ειμουν τόσο χαρούμενος...
YOU ARE READING
I Would Swallow You If I Could
RomanceΟ Γιώργος ζει στην Κεφαλονιά μαζί με την οικογένειά του, σε ένα ψηλό νεοκλασικό σπίτι πλαι στην θάλασσα. Η ζωή του φαινομενικά κυλά πολύ όμορφα και ευχάριστα, όμως το νεαρό αγόρι αντιμετωπίζει από όταν πήγαινε στο Δημοτικό, την σκληρή φοβια της κατά...