𝙽𝚒𝚗𝚎

22 1 0
                                    

Του άνοιξα αθόρυβα την πόρτα. Εκείνος μπήκε μέσα, κοιτάζοντας με με ένα λεπτό χαμόγελο στα χείλη.
"Γεια..."
"Γεια...", μου είπε μπαίνοντας μέσα, " πολύ ωραία θέα έχετε!"
" Όντως...", το ολολαμπρο φεγγάρι χωρευε πάνω στην σκούρογάλανη επιφάνεια της θάλασσας, η οποία ταξίδευε γύρω απ'το ψηλό μας σπίτι, " πάμε στο δωμάτιο μου..."
"Ναι..."

Οι δύο μας μπήκαμε τότε μέσα στο δωμάτιο μου, ήταν σκοτεινά. Έβλεπα τα όμορφα μάτια του τα οποία έλαμπαν κι εκείνα σαν το φεγγάρι.
"Να ξαπλώσω;"
"Ναι...ξάπλωσε..."
Τον είδα να βγάζει την μπλούζα του και να ξαπλώνει φαρδυς πλατύς στα λευκά μου σεντόνια. Φαινόταν κουρασμένος, φαινόταν πως ήθελε να κοιμηθεί. Έμεινα για λίγο σιωπηλός στην γωνία, παρακολουθώντας τον να τρίβεται νυσταγμενα πάνω στο μαξιλάρι μου. Κάπως έτσι έκανε κι ο πατέρας μου πριν τον πάρει ο ύπνος.

Τον κοιταζα κάτω απ'την αντανάκλαση της θάλασσας πάνω στο παράθυρο. Έβλεπα το πρόσωπο του βαμμενο μπλε, με τα κύματα να ζωηρευουν επάνω του και να ζωγραφίζουν όμορφα σχέδια. Στην συνέχεια το δωμάτιο πλημμηρησε με το σιγανό του ροχαλητο. Όντως κοιμήθηκε ; Χαμογέλασα.

Τον πλησίασα πιο κοντά, όπου κάθησα στην άκρη του κρεβατιού. Κοιμόταν τόσο γαλήνια, τόσο ατάραχα. Ακόμη κι αν έβλεπε κάποιον εφυαλτη δεν θα έδινε σημασία, θα εξακολουθούσε να παραμένει τόσο ήρεμος, όπως η θάλασσα που μας περιέβαλλε. Κοίταζα το αγόρι που είχε κλέψει το θρανίο μου και τώρα το κρεβάτι μου. Κοίταζα το αγόρι που ποτέ δεν φανταζομουν ότι θα έπαιρνα τηλέφωνο μέσ'τα άγρια χαράματα για να με ακούσει να πεθαίνω. Κοιτάζα έναν άγνωστο που δεν ήξερα σχεδόν τίποτα για εκείνον...όμως παρόλαυτα χαιρομουν πάρα πολύ που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι μου. Ειλικρινά χαιρομουν πάρα πολύ για το πώς εξελίχθηκε η βραδιά.

Κοίταξα το κινητό μου. Η ώρα είχε πάει 3:25. Σταμάτησα λίγο να χαζεψω τα γελαστά πρόσωπα των παιδιών που γνώρισα στην κατασκήνωση. Ήταν απ'τις πιο όμορφες εμπειρίες μου...

Ειμασταν στριμωγμένοι ο ένας δίπλα στον άλλον.
"Με το ένα! Με το δύο! Με το τρία!"
Αμέσως όλοι γεμάτοι φωνές και ζωή να ξεχυλιζει απ'τα πνευμόνια, βουτήξαμε στα καταγάλανα νερά, ουρλιάζοντας από χαρά.
Ειμουν ανάμεσα σε βρεγμένα κορμιά, λουσμενα απ'τον ήλιο, πρόσωπα που έκαιγαν γεμάτα πάθος, λαιμούς να σφίγγονται και χέρια να αναζητούν το ένα το άλλο. Άφεισα τον εαυτό μου ελεύθερο, βουλιάζοντας κάτω απ'την επιφάνεια του νερού, κρατώντας σφυχτα το χέρι κάποιου αγοριού που ήταν δίπλα μου. Φοβόμουν μην πνιγώ, όμως δεν θα μπορούσα ποτέ γιατί η παρουσία των υπολοίπων έδιωχνε τον φόβο μακρυά...

Ξάπλωσα δίπλα στον Ανδρέα που λογικά τώρα θα βρισκόταν στο 5ο όνειρο. Το στόμα του ήταν ελαφρά ανοιχτό, προσκαλώντας το φως του φεγγαριού να ταξιδέψει μέσα. Έκλεισα τα μάτια μου, γυρίζοντας πλευρό...πρόσεχα πολύ να μην τον αγγίζω καταλάθος...ίσως επειδή δεν θα ήθελα και εκείνος να με αγγίξει...

I Would Swallow You If I CouldWo Geschichten leben. Entdecke jetzt