Κεφάλαιο 33

1 0 0
                                    

Τα μαλλιά της ήταν πιο μακριά από όσο θυμόμουν. Λευκές τούφες χρωμάτιζαν σαν ανταύγειες τα μαύρα μαλλιά της. Το πρόσωπο της ρυτιδιασμένο από τα χρόνια. Ένα λεπτό δειλό χαμόγελο ήρθε στα χείλη της. Ο Μορίς χαμήλωσε το ραβδί του δύσπιστα. Ήταν ζωντανή, την έβλεπα, όμως ακόμα κι αν το ήξερα ότι ήταν αληθινή, ένα μέρος του μυαλού μου την θεωρούσε ψευδαίσθηση.

«Ελάτε πιο μέσα» είπε βραχνά και σιγανά.

Τα βήματα της έτρεξαν ως την άκρη του παραθύρου επιθεωρώντας το στενό.

«Μην φαίνεστε από τα παράθυρα, είναι επικίνδυνα» είπε απομακρύνοντας από το παράθυρο και στάθηκε δίπλα μας.

Τα μάτια της ανέτρεξαν πάνω μας εξονυχιστικά. Έκατσαν για λίγο στον στραμπουληγμένο αστράγαλο μου που τώρα καλυπτόταν με μια βρώμικη γάζα, στο γόνατο μου του οποίου τα ράμματα είχαν ανοίξει και μούσκιαζε το μεγάλο χαζαπλάστ, στα πλευρά μου και στις γάζες που είχαν πλέον χαλαρώσει. Το στήριγμα του ώμου μου το είχα βγάλει στο σπίτι, οπότε δεν έδωσε πολύ σημασία σε εκείνο το τραύμα. Όταν τα μάτια της συνάντησαν τα δικά μου είδα απορίες να αντανακλάνε πίσω, είχα κι εγώ απορίες. Καμία μας, ωστόσο, δεν τις εξέφραζε.

«Εσείς στείλατε το μήνυμα;» ρώτησε ο Μορίς και η μητέρα μου τον κοίταξε.

«Ναι» είπε κοφτά και οπισθοχώρησε βάζοντας μια απόσταση μεταξύ μας.

«Είσαι αληθινή;» είπα, αλλά ήταν περισσότερο ρητορική ερώτηση.

Αντί να απαντήσει, σήκωσε το μαύρο μανίκι της φανερώνοντας την καμένη σάρκα του χεριού της. Το δέρμα της λιωμένο και κόκκινο, και τα δάχτυλα της χωρίς νύχια. Κράτησα την ανάσα μου.

«Πώς;» κατάφερα να πω.

Κάλυψε ξανά το χέρι της και πλατάγισε την γλώσσα της.

«Ο Σόμπχαν μου είχε ρίξει ξόρκι παράλυσης, μέχρι να εξουθενώσει, η φωτιά είχε ήδη κάψει το σπίτι και το μισό μου σώμα» είπε κάνοντας πέρα τα μαλλιά από τον ώμο της.

Το χέρι μου ήρθε στο στόμα ου καθώς φρικαρισμένη κοιτούσα το καμένο της δέρμα. Ο μισός λαιμός της λιωμένος, ο ώμος της και η κλείδα της το ίδιο. Φαινόταν πως όλη η αριστερή μεριά του σώματος της ήταν καμένη. «Το ξόρκι που της έριξα ήταν παράλυσης».

«Πώς κατάφερες να ξεφύγεις την φωτιά;» ρώτησε με απορία και καχυποψία ο Μορίς.

«Ήμουν τυχερή, είμαι μια Λεαογκρόντις, έχω νοητικές δυνάμεις» είπε με την τραχιά φωνή της, «Τις χρησιμοποίησα για να απομονώσω τον εαυτό μου από τις φλόγες αρκετά ώστε να βγω από το σπίτι».

Το ΚυνήγιWhere stories live. Discover now