Τα μάτια μου άνοιξαν μα έκλεισαν ξανά κουρασμένα κρύβοντας την θολούρα. Οι αισθήσεις μου ωστόσο έμειναν. Ήμουν ξύπνια χωρίς να είμαι. Ένιωθα τον ήλιο να χτυπάει με τις ακτίνες του το δέρμα μου απαλά, ελαφρώς ζεσταίνοντας το. Το αεράκι κρύο έμπαινε από το παράθυρο δίπλα μου.
«Τι έγινε;» άκουσα μια γνωστή φωνή να ρωτάει. Χάρολντ;
«Δε ξέρουμε ακριβώς. Κατέρρευσε στην τάξη. Φύλακας της είσαι, υπάρχει κάτι που δε μας έχετε πει, ενώ θα έπρεπε;» είπε με αυστηρό ύφος η φωνή του διευθυντή στον φύλακα της οικογένειας μου.
«Όχι, κύριε. Δεν γνωρίζω τίποτα για την κατάσταση για να αναφέρω» απάντησε με στόμφο ο Χάρολντ.
«Πολύ καλά λοιπόν, αναμένω να ενημερωθώ όταν ξυπνήσει. Είναι η ευθύνη σου» του είπε ο διευθυντής με σοβαρό τόνο.
«Ασφαλώς κύριε» είπε με σοβαρό ύφος ο Χάρολντ.
«Πρόσεχε μικρέ. Είναι η τελευταία της οικογένειας της. Αν πεθάνει, πεθαίνει μαζί της μια πολλή ισχυρή και παλαιά οικογένεια. Αυτό θα φέρει σοβαρές και επικίνδυνες επιπτώσεις στην πυραμίδα των μάγων» τον προειδοποίησε ο διευθυντής με σοβαρό λόγο.
«Γνωρίζω κύριε» απάντησε λακωνικά ο Χάρολντ και ύστερα άκουσα τα βαριά βήματα του διευθυντά να απομακρύνονται.
Αργότερα, όταν η πόρτα του νοσοκομείου του σχολείου έκλεισε, ένιωσα ένα βαθούλωμα δίπλα μου, στο στρώμα όπου ξάπλωνα. Ο Χάρολντ είχε καθίσει δίπλα μου. Ένιωθα το βλέμμα του να με καίει καθώς με κοιτούσε. Ήθελα να ανοίξω τα μάτια μου, όμως δε μπορούσα. Μάταιες οι προσπάθειες μου. Ήταν λες και κάποιος είχε κολλήσει με κόλλα τα βλέφαρα μου μεταξύ τους. Το χέρι του απλώθηκε πάνω στο δικό μου και απαλά το πήρε στην παλάμη του. Με τον αντίχειρα του χάιδευε απαλά και τρυφερά την αποστροφή του χεριού μου. Ανατριχίλα με πλημμύρισε.
Προσπάθησα να ανοίξω το στόμα μου, μα ούτε αυτό ήμουν ικανή να καταφέρω. Τα χείλη μου είχαν σφραγίσει μεταξύ τους σαν κάποιος να τα είχε ράψει με κλωστή. Τον ένιωσα να σκύβει πάνω μου και ύστερα τα χείλη του να έρχονται σε επαφή με το μέτωπο μου. Ένα υγρό και τρυφερό φιλί άφησε στο σημείο εκείνο και ύστερα ακούμπησε το μέτωπο του στο δικό μου. Ένιωθα την ανάσα του στο πρόσωπο μου αργά να με χτυπάει και ήθελα να σηκωθώ, αλλά δε μπορούσα. Τον άκουσα να ξεφυσάει ανήσυχος και τότε απομακρύνθηκε ελάχιστα. Το άλλο του χέρι ακούμπησε το μάγουλο μου και, όπως με το χέρι μου έτσι και αυτό, τρυφερά και απαλά το χάιδεψε με τον αντίχειρα του. Φίλα με!
YOU ARE READING
Το Κυνήγι
FantasyΗ έλξη ανάμεσα στην Αμάντα και στον Χάρολντ δυναμώνει, ο ένας για τον άλλον απαγορευμένος καρπός. Όμως όταν εμπλέκονται τα θέματα της καρδιάς η γραμμή σωστού-λάθους χάνεται σαν καπνός. Ωστόσο ο κίνδυνος δεν έχει εξαφανιστεί, ακόμα απειλεί στις σκιές...