Κεφάλαιο 34

1 0 0
                                    

Περπατούσαμε γρήγορα στα σοκάκια, κάτω από τις σκιές. Οι φωνές των ακολούθων ακούγονταν δυνατές. Ο κόσμος παρέμενε κρυμμένος, οι λίγοι που έβγαιναν μπροστά τους κατέληγαν νεκροί. Τα ουρλιαχτά τους βούιζαν στα αυτιά μου.

«Από εδώ» είπε η μητέρα μου και στρίψαμε σε ένα στενό, βγήκαμε σε ένα μαγαζί, άνοιξε την πίσω πόρτα και μπήκαμε μέσα.

Η μητέρα μου έκλεισε και κλείδωσε την πόρτα. Το μαγαζί ήταν κλειστό και έρημο. Τα φώτα σβησμένα. Άναψα φως στο ραβδί μου και προχώρησα πιο μέσα. Ήταν μαγαζί με ρούχα.

«Ντύσου» μου είπε επιτακτικά.

Πήρα το βλέμμα μου από πάνω της και πήρα ένα σύνολο ρούχων. Μια μαύρη φόρμα, ένα μαύρο αθλητικό σουτιέν, μια πράσινη κολλητή αμάνικη μπλούζα, ένα ζευγάρι μαύρες κάλτσες και ένα ζευγάρι μαύρα αθλητικά. Με γοργά βήματα κατευθύνθηκα ως τα αποδητήρια. Τράβηξα την κουρτίνα και κρέμασα τα ρούχα στα τσιγκελάκια του τοίχου. Πήρα μια ανάσα ηρεμώντας την τρεχούμενη καρδιά μου. Δεν είχα πολύ χρόνο.

Άρχισα να βγάζω τα ρούχα μου και να φοράω τα άλλα όσο πιο γρήγορα μπορούσα Έκοψα τα καρτελάκια πετώντας τα κάτω. Έδεσα τα κορδόνια των παπουτσιών και γύρισα προς τον καθρέφτη να κοιτάξω τον εαυτό μου. Κάποιες μελανιές είχαν εξαφανιστεί, ήδη ένιωθα πιο δυνατή. Έκρυψα την μινιατούρα του Καθρέφτη της Προσωπικότητας στο σουτιέν μου και βγήκα από τα αποδητήρια.

«Βάλε και αυτό» έτεινε η μητέρα μου μια μαύρη ζακέτα με κουκούλα.

Την πήρα και την φόρεσα. Έκλεισα το φερμουάρ. Ο Μορίς είχε βάλει και εκείνος μια ζακέτα, για να κρύψουμε τα πρόσωπα μας και να περάσουμε απαρατήρητοι από τους ακολούθους.

Τα μάτια μου έπεσαν στον τοίχο με τα κοσμήματα και έτρεξα ως εκεί. Έβγαλα μια ασημί αλυσίδα από το χαρτόνι που κρεμόταν και πέρασα το μαγικό κλειδί μου. Κούμπωσα το κολιέ στον λαιμό μου και έριξα το κλειδί μέσα στο στήθος μου. Πήρα μια αλυσίδα και για τον Μορίς. Στάθηκα απέναντι του.

«Το μαγικό κλειδί σου» έτεινα το χέρι του.

Μου έδωσε το κλειδί του κοίτωντας με μπερδεμένος. Πέρασα το κλειδί του στην ασημί αλυσίδα και τον κοίταξα ξανά. Πήρε την αλυσίδα από τα χέρια μου και την κούμπωσε γύρω από τον λαιμό του. Έριξε το κλειδί μέσα από την μαύρη του μπλούζα.

«Έξυπνο» είπε.

Έβγαλα το ραβδί μου από την τσέπη της φόρμας. Κοίταξα την μητέρα μου, παρατηρούσε από μια απόσταση έξω την Μαγική Αγορά. Λάμψεις από ξόρκια έλαμπαν σε διάφορα χρώματα. Την πλησιάσαμε και σταθήκαμε πίσω της. Ήμασταν μόνο έξι μαγαζιά μακριά από το συντριβάνι της πλατείας, από το μέρος που νεκροί μάγοι και  μάγισσες βρίσκονταν στο έδαφος και οι ακόλουθοι του Σόμπχαν γλεντούσαν πάνω από τα πτώματα τους.

Το ΚυνήγιWhere stories live. Discover now