Μέσα στη νύχτα...

373 52 3
                                    

Είχαν φτάσει στα μέσα του Οκτώβρη και είχαν πια μπει σε μια σειρά. Εξ αιτίας του Χάρη το ξενοδοχείο ήταν σχεδόν γεμάτο συνεχώς με ιδιαίτερα γκρουπ τα οποία έβρισκε από παλιούς συνεργάτες. Ήταν τόσο καλός τόσα χρόνια στην δουλειά του που όλοι του χρωστούσαν χάρες. Και αφού όταν έψαχνε δουλειά κανείς δεν τον βοήθησε τώρα θεωρούσαν όλοι πως έπρεπε να τον στηρίξουν σε αυτό που έκανε. Και τα διθυραμβικά σχόλια όσων είχαν ήδη μείνει στο ξενοδοχείο βοηθούσαν ιδιαίτερα σε όλο αυτό.

Έκαναν πολύ καλή δουλειά όλοι. Με βασικούς συντονιστές αυτούς τους τέσσερις όλα λειτουργούσαν σαν καλοκουρδισμένο ρολόι. Είχαν τύχει δύο τρεις αναποδιές επειδή ήταν ακόμα αρχή αλλά έβρισκαν κάθε φορά τον τρόπο να το ξεπεράσουν χωρίς να μείνει κάποιος με παράπονο. Κουράζονταν πολύ όλοι, έτρεχαν όλη την ημέρα και δεν υπήρχαν ωράρια. Παρά μόνο λίγες στιγμές χαλάρωσης μέσα στην ημέρα και η παρέα τους αργά το βράδυ όταν πια όλοι οι πελάτες είχαν επιστρέψει στα δωμάτια τους.

Εκείνη ήταν η δική τους ώρα. Έμπαιναν στην κουζίνα, άπλωναν ότι φαγητό είχε απομείνει από αυτά που είχε φτιάξει η Άννα, άνοιγαν ένα μπουκάλι κρασί και μιλούσαν παρέα για όλα όσα είχαν ζήσει μέσα στην ημέρα, για τα σχέδια τους για την επόμενη και για τον εαυτό του ο καθένας. Έκαναν ατελείωτες κουβέντες και αναλύσεις, σαν να ήταν χρόνια φίλοι, μοιράζονταν τις σκέψεις τους χωρίς τον φόβο ότι κάποιος θα τους κρίνει. Δεν είχαν ακόμα και οι τέσσερις ανοιχτεί τελείως, δεν ήξεραν τα πάντα για τις ζωές τους ακόμα, αλλά είχαν ένα μεγάλο κοινό, είχαν απογοητευτεί από τον έρωτα και αυτό ήταν αρκετό για να τους δένει μεταξύ τους και να έχουν όρεξη να μιλάνε με τις ώρες για αυτό το πονεμένο θέμα. Δεν ήταν ότι γνωρίζονταν πολύ καιρό, ένα μήνα και κάτι ήταν παρέα, αλλά περνούσαν όλη την ημέρα τους μαζί. Αυτό ήταν που τους έκανε να νιώθουν και τόσο άνετα μεταξύ τους, ο πολύς χρόνος που είχαν να μοιραστούν και το άσχημο πρόσφατο παρελθόν που είχαν όλοι. Αυτό από μόνο του ήταν αρκετό να τους κάνει να αισθάνονται πως καταλαβαίνονται.

Ένα από αυτά τα βράδια την ώρα που γελούσαν με αναμνήσεις από παιδικά παιχνίδια, άκουσαν από την υποδοχή το καμπανάκι να χτυπάει πολλές φορές έντονα και ένα άντρα να φωνάζει.

Έτρεξαν και με αυτό που αντίκρισαν κρατήθηκαν πολύ ώστε να μην γελάσουν. Ένας χοντρός κύριος, περίπου πενήντα χρονών τυλιγμένος σαν αρχαίος Έλληνας μόνο με ένα σεντόνι τους κοιτούσε με τον πανικό ζωγραφισμένο στο πρόσωπο του.

Για ένα χρόνο...Où les histoires vivent. Découvrez maintenant