Chapter 6.

5.9K 830 43
                                    

Listen On Repeat: Young Blood - Birdy


ΠΡΟΦΑΝΩΣ ΔΕΝ ΑΚΟΥΣΑ ΚΑΛΑ,

«Ξέρεις..ήθελα να έρθω εδώ για σε δω, να σε δω ξανά.» τονίζει o Harry και η ανάσα μου κόβεται. Κοιτώ γύρω μου νιώθοντας πως αυτά του τα λόγια έχουν ακουστεί σε όλη την πλάση και οι περαστικοί τούτης της άχαρης κοινωνίας, θα μας δείχνουν με το δάχτυλο περιφρονητικά.

Τα μάτια μου ενώνονται με τα δικά του και δεν ξέρω πώς να αντιδράσω, πρέπει όμως να ελέγξω τον εαυτό μου και αποφασιστικά να κάνω κάτι. Αναστενάζω δυνατά κλείνοντας για λίγο τα βλέφαρα μου ώστε να διώξω το άγχος μου και έπειτα όταν τα ξανά ανοίγω του δίνω ένα ενθαρρυντικό ελαφρύ χαμόγελο. Κάτι είναι και αυτό, είναι ένα βήμα για εμένα.

«Μήπως σε ενοχλώ; Μη-Μήπως δεν είσαι καλά; Θέλεις να φύγω;» με ρωτάει με λίγο πιο γρήγορο τόνο από ότι συνηθίζει, μιας και ο νεαρός αυτός μιλάει βαθιά και απόλυτα αργά την περισσότερο ώρα μέχρι τώρα που τον έχω γνωρίσει.

Αμέσως το χαμόγελο μου εξασθενεί και το κεφάλι μου κουνιέται γρήγορα αρνητικά. Τον θέλω εδώ. Τον χρειάζομαι εδώ. «Λοιπόν τότε, εμ..» τρίβει με το δεξί του χέρι το σβέρκο του κάτω από το μικρό κότσο που έχει πιάσει τα μαλλιά του.

Αν και έχω ιδιαίτερη περιέργεια στο να δω πως θα είναι τα μαλλιά του λυτά, πιστεύω πως έτσι του πάνε υπερβολικά πολύ, όχι ότι λυτά δεν θα του πηγαίνουν.. είμαι σίγουρη ότι θα του πηγαίνουν, απλά έτσι βλέπω καλύτερα το πρόσωπο του. Μεταξύ μας νομίζω ότι δεν έχω δει κάποιον νεαρό ή άντρα με κοτσίδι στα μαλλιά όπου να του πηγαίνει τόσο.

«Κοίτα εμ..εδώ και μία εβδομάδα σε σκεφτόμουν, και εμ θυμάσαι που σου είχα πει ότι δουλεύω σε ένα μπαρ, παίζοντας κιθάρα και τραγουδώντας;» μου λέει κοπιαστικά πάλι πίσω στον δικό του οικείο τόνο, αργά, και εγώ γνέφω στα λόγια του απλά σταυρώνοντας τα χέρια μου.

«Εμ-θα ήθελες λοιπόν να έρθεις αυτήν την Παρασκευή, μεθαύριο, να μας δεις;» αναστενάζει στο τέλος των λογιών του λες και ένα τεράστιο βάρος έφυγε από εκείνον αφού μου είπε αυτά που ήθελε.

Δαγκώνω την άκρη του κάτω χείλος μου και σκέφτομαι βαθιά την πρόταση του. Από την μία ξέρω πως δεν είμαι κοινωνική από ελάχιστα έως καθόλου, δεν βγαίνω σχεδόν καθόλου και δεν μου αρέσουν τα μέρη που έχουν κόσμο αρκετό, πόσο μάλιστα και ο χώρος του μπαρ που θα έχει αρκετό κόσμο και θα είναι μικρός, θα με ενοχλούν οι δυνατοί ήχοι και οι έντονες περίεργες μυρωδιές.

Από την άλλη όμως ξέρω πως θα μου κάνει καλό να έχω περισσότερους φίλους εκτός του Alfie όπως είπε και ο γιατρός μου, ξέρω πως θέλω πολύ να βγω εκεί έξω στην κοινωνία, αρκεί και ας το κάνω για πρώτη και τελευταία φορά.. έστω ας ρισκάρω, ας αντιμετωπίσω αυτό το φόβο. Εν τέλει πάνω από όλα ξέρω πως θέλω απεγνωσμένα πολύ να βγω με τον Harry, να τον γνωρίσω, να δεχθώ αυτή την ευγενική πρόταση του.

Μια εβδομάδα τώρα από την ημέρα που τον γνώρισα δεν περίμενα πως θα τον ξανά έβλεπα, ακόμη και εάν τον σκεφτόμουν την περισσότερη ώρα της ημέρας, ακόμη και εάν ζωγράφιζα εκείνον, ακόμη και ένα έθετα ψηλά τις ελπίδες μου ότι θα επιστρέψει πίσω και θα τον δω να αγνοφέται από μακριά να περπατάει πάνω στο πεζοδρόμιο μέχρι εδώ..ήξερα μέσα μου πως αποκλείεται να επέστρεφε, ήταν ένας ακόμη απλός πελάτης.

Μα να τος εδώ μπροστά μου τώρα πετώντας αυτή την πρόταση σαν φτερό στον άνεμο με εμένα στη δύσκολη θέση να πρέπει γρήγορα να αρπάξω το φτερό από μπροστά μου πριν το χάσω, πριν χάσω αυτή την ευκαιρία. Αναστενάζω και τελικά γνέφω θετικά το κεφάλι μου χαμογελώντας πλατιά. Αυτή είναι η απάντηση μου.

«Αλήθεια; Ω χαίρομαι πολύ.» μου ανταποδίδει ένα εξίσου πλατύ χαμόγελο και εκείνος. Γελάω άηχα, με ελάχιστο αέρα να βγαίνει και να ακούγεται ως ήχος και γελάει και εκείνος μαζί μου. Είναι τόσο γλυκός. Οι λακκουβίτσες του μου κλέβουν κάθε κύτταρο από όλο μου το είναι, νιώθω λες και χάνομαι κοιτάζοντάς τες.

«Θα τραγουδήσω εγώ και ένας φίλος μου, παίζουμε και οι δύο κιθάρα και δουλεύουμε εκεί μαζί, από εκεί τον γνώρισα..» μου εξηγεί και γνέφω στα λόγια του χαμογελώντας. «Μπορείς και εσύ φυσικά να φέρεις κάποιον φίλο ή φίλη σου..» περνάει τα χέρια του πίσω από τη μέση του καθώς μου μιλάει.

Κατσουφιάζω και αναστενάζω, σηκώνω το χέρι μου και αγγίζοντας το πρώτα στο στήθος μου έπειτα του κάνω νόημα πως δεν έχω κανέναν φίλο, ούτε αγόρι, ούτε κορίτσι. «Τι εννοείς; Δεν έχεις φίλους;» με ρωτάει με το βλέμμα του τώρα να έχει βουτηχτεί σαν πινέλο μέσα στο χρώμα της λύπης. Κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά και έπειτα μετανιώνω που του το είπα αυτό, ίσως τώρα να μη θέλει να κάνει παρέα με κάποια που ζει μέσα στους τέσσερις τοίχους, μόνη, χωρίς φίλους και παρέες.

«Δεν πειράζει καθόλου. Και εγώ έχω επιλέξου λίγους φίλους στη ζωή μου, απειροελάχιστους μη σου πω.» μου λέει ευγενικά χαμογελώντας ελαφρά. Ξέρω πως αυτός ο άνθρωπος θα με εκπλήσσει αρκετά, μα δεν περίμενα να το κάνει πάλι, τόσο σύντομα.

Τα μάτια μου ανοίγουν διάπλατα, και σηκώνω τον δεξί μου δείκτη για να του δείξω πως θυμήθηκα κάτι. Το χέρι μου αγγίζει στο στέρνο μου, έπειτα το σηκώνω μακριά και έπειτα δείχνω εκείνον. Του κάνω νόημα πως έχω έναν φίλο αγόρι σαν και εκείνον.

«Αλήθεια;» το πρόσωπο του μαλακώνει, δεν χαμογελάει. Αγγίξω πάλι το χέρι μου πάνω ψηλά στο στήθος μου και του κάνω νόημα πως είναι κοντά με εμένα αυτός ο φίλος μου, πως τον έχω στην καρδιά μου. «Α,εμ είναι το αγόρι σου;» με ρωτάει σιγανά και εγώ αμέσως σμίγω τα φρύδια του.

Μα πως του πέρασε από το μυαλό η ιδέα πως έχει αγόρι κάποια κοπέλα όπως εγώ; Γελάω άηχα πάλι, με μόνο τον αχνό θόρυβο του αέρα που βγαίνει από στόμα μου να ακούγεται. Κουνάω αρνητικά το κεφάλι μου χαμογελώντας και έτσι το δικό του χαμόγελο επιστρέφει ελαφρά πίσω στο πρόσωπο του.

«Είστε πάρα πολλά χρόνια φίλοι;» με ρωτάει έπειτα και εγώ του κάνω νόημα με το χέρι μου. Έτσι και έτσι, στραβώνοντας τα χείλη μου.

«Θα μου πεις λοιπόν για τον πίνακα αυτό;» περπατάμε δίπλα δίπλα καθώς σταματάει και πλησιάζει πίσω στον πίνακα που έχω φτιάξει με εκείνον. Αμέσως η ντροπή μου επιστρέφει και νιώθω όλο το πρόσωπο μου να αναφλέγεται, πόσο κόκκινη παίζει να είμαι αυτήν την στιγμή, πόσο χαζή θα φαίνομαι. Αναστενάζω κοφτά καθώς πλησιάζει πολύ κοντά μου με τον πίνακα.

«Είναι πανέμορφο, Charlene. Αλήθεια. Μα είμαι εγώ; Αυτό θέλω να μου πεις..» μουρμουρίζει. Ρίχνω το βλέμμα μου στον πίνακα μπροστά μου και αναστενάξω κοφτά για ακόμη μια φορά. Φοβάμαι να πω την αλήθεια. Φοβάμαι πολύ. Δεν μπορώ να τον κοιτάξω στα μάτια γι'αυτό διατηρώ την επαφή μόνο με τον πίνακα. Κουνάω το κεφάλι μου διστακτικά καταφατικά και ακόμη και αν δεν τον κοιτάζω νιώθω το χαμόγελο του με την άκρη του ματιού μου. Ντρέπομαι τόσο πολύ που θέλω να ανοίξει η γη να με καταπιεί.

«Γιατί;» με ρωτάει και εγώ ξεφυσάω κοιτώντας αλλού. «Κοίτα, εντάξει εμ δεν πειράζει, θα μάθω στο μέλλον απλά είναι για εμένα; Να τον πάρω ή θες να τον κρατήσεις εσύ;» με ρωτάει σκύβοντας κοντά στο πρόσωπο μου. Σηκώνω αργά το βλέμμα μου και σηκώνω τρεμάμενα το χέρι μου αγγίζοντας το στέρνο του με το δείκτη μου, απαντώντας έτσι στην ερώτηση του.

«Θέλεις να τον πάρω; Δηλαδή μου το κάνεις δώρο;» χαμογελάει τόσο πλατιά που φανερώνονται τα κατάλευκα δόντια μου. Γνέφω θετικά χαμογελώντας ντροπαλά εγώ και εκείνος χαμογελάει. Αφήνει τον πίνακα κάτω και χωρίς να προλάβω να το συνηδειτοποίησω έχει τυλίξει τα χέρια του γύρω μου.

Δεν μπορώ να το πιστέψω. Σηκώνω αργά τα χέρια μου και τον αγγίζω και εγώ τρεμάμενα, με φόβο μήπως κάνω κάτι λάθος. Με σφίγγει δυνατά και ψιθυρίζει στο αυτί μου, «Σε ευχαριστώ πολύ.» πράγμα που στέλνει ανατριχίλες και ρίγη σε όλο μου το κορμί.

Κλείνω ασυναίσθητα τα βλέφαρά μου και απολαμβάνω την αγκαλιά του. Με κρατάει τόσο σφικτά που νιώθω λες και σιγά σιγά με αυτόν τον τρόπο κολλάνε όλα τα ραγισμένα κομμάτια μου πίσω στη θέση τους. Αναστενάζω και τραβιέμαι τελικά πρώτη μιας και εκείνος δεν φαίνεται να σταματάει την αγκαλιά μας. Τον κοιτάω και του χαμογελάω.

«Θα μου πεις όμως κάποια στιγμή το γιατί, έτσι;» με ρωτάει χαμογελώντας και αυτός και εγώ γνέφω θετικά ντροπαλά. Ίσως. «Λοιπόν θες να μου δώσεις το τηλέφωνο σου για να μπορέσω να σου στείλω την διεύθυνση του μπαρ και τι ακριβώς ώρα πρέπει να είσαι εκεί;» με ρωτάει και κουνάω αμέσως το κεφάλι μου καταφατικά.

Πρώτη φορά δίνω σε ένα αγόρι το τηλέφωνο μου εκτός από τον Alfie. «Ορίστε..» βγάζει από την πίσω τσέπη του το κινητό του και ξεκλειδώνοντας το, μου το δίνει. Είναι μεγάλο και ασημί και άμα δεν με απατά η μνήμη μου είναι iPhone. Εγώ δεν έχω iPhone και δεν νομίζω να ξέρω καλά πως λειτουργεί αυτό το πράγμα. «Πληκτρολόγησε τον αριθμό σου εδώ..» μου λέει και αγγίζω αργά την οθόνη. Θυμάμαι λίγους αριθμούς τηλεφώνων μα τον δικό μου τον ξέρω φαρσί.

Του δίνω πίσω το κινητό του και μου χαμογελάει. «Ευχαριστώ πολύ. Θα σου στείλω μήνυμα, εντάξει;» μου λέει και παίρνει τον πίνακα στο χέρι του. «Σίγουρα δεν θέλεις χρήματα;» με ρωτάει σμίγοντας τα χείλη του και αμέσως σηκώνω το χέρι μου αρνούμενη αμέσως την πρόταση σου.

«Εντάξει λοιπόν, ας πηγαίνω γιατί η Cecilia θα έχει βγάλει αφρούς τόση ώρα που με περιμένει στο αυτοκίνητο. Τα λέμε την Παρασκευή.» μου κλείνει το μάτι και εγώ σηκώνω αργά το χέρι μου για να τον χαιρετήσω καθώς φεύγει μακριά μου..

▹ Πολλά πράγματα ετοιμάζω για την πορεία αυτής της ιστορίας. Τελικά αποφάσισα να την φτάσω ίσως μέχρι σαράντα κεφάλαια. Μην ξεχνάτε να κάνετε favorite. Harlene is coming. All the love.


SpecialWhere stories live. Discover now