Chapter 53.

3.5K 492 22
                                    




ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ,

αφότου έφυγε η Charlene παρέμεινα κλειδωμένος μες το υπνοδωμάτιο  μου δίχως να ξανά μιλήσω ούτε σε εκείνη, ούτε στη μαμά μου. Με έτρωγαν οι τύψεις βέβαια που της είχα φερθεί με αυτό τον άσχημο τρόπο μα είμαι πολύ άσχημα ψυχολογικά για να μπορώ να σκέφτομαι το πώς νιώθουν οι άλλοι.

Η μαμά μου πεθαίνει. Αυτό γίνεται. Και το ήξεραν όλοι γαμώτο και δεν μου έλεγαν τίποτα απολυτός. Τελικά και σε αυτό είμαστε ίδιοι με τη Charlene. Νομίζουν πως κρύβοντας μας πράγματα μας προστατεύουν για να μην πληγωθούμε μα όταν μαθαίνουμε την αλήθεια το 'τραύμα' που δημιουργείται είναι ακόμη μεγαλύτερο από όσο θα είχε προκύψει αν γινόταν αλλιώς.

Το βράδυ δεν πήγα στο μπαρ, πήρα τηλέφωνο το αφεντικό και του εξήγησα τα πράγματα. Δε θα πάω όλη την εβδομάδα, αν και εξοργίστηκε επειδή τον άφησα ξεκρέμαστο, κατάλαβε τη θέση στην οποία βρίσκομαι. Του είπα για τη μαμά μου.

 Ακόμη άλλος ένας άνθρωπος που του ανοίχτηκα, επειδή είχα πιει πάλι.  Δε θέλω να λέω στους άλλους τι μου συμβαίνει για να μη με λυπούνται μα σε αυτόν όμως μόλις το ποτό εισχώρησε μες το κορμί μου βγήκαν ελεύθερα πάλι τα λόγια.

Μου είπε πως ήμουν πολύ καλός στη δουλειά μου, μα δεν ήξερε αν θα με ξανακαλέσει επειδή τον είχα αφήσει ξεκρέμαστο πολλές άλλες φορές στο παρελθόν, και χρειάζεται ένα πιο υπεύθυνο άτομο. Τέλος πάντων, μετάνιωσα που του είπα τα πάντα μετά από αυτό. Με λίγα λόγια, νομίζω πως έμεινα χωρίς δουλειά. Βασικά έμεινα χωρίς βραδινή δουλειά.

Πήγα όμως στο φούρνο την επόμενη ημέρα. Δεν άφησα την κυρία Betty να μου μιλήσει και πολύ μιας και δεν είχα όρεξη. Όταν έφτασα σπίτι σήμερα το μεσημέρι η μαμά με περίμενε εκεί φυσικά. Μπήκα μέσα και κατευθείαν πήγα να πάρω τη στροφή για να ανέβω τη σκάλα μα η φωνή της με διέκοψε.

«Harry.» φανερώθηκε στο χολ. Ούτε που γύρισα να την κοιτάξω. Έριξα το βλέμμα μου κάτω στα σκαλιά και μουρμούρισα ένα απλό. «Τι;». Αναστέναξε. «Θέλω να μιλήσουμε. Και θα το κάνουμε. Δεν μπορείς να κάνεις σαν παιδί δώδεκα χρονών. Πρέπει να μιλήσουμε.» απαίτησε.

«Γιατί τι έχουν τα παιδιά που είναι δώδεκα χρονών;» γύρισα και την κοίταξα τελικά όταν της πέταξα αυτά τα λόγια. Έδειχνε πιο χλωμή, πιο άχρωμη και πιο άρρωστη από ποτέ. Ήθελα να κλάψω. Ήθελα να ουρλιάξω. Δεν μπορεί να μου φύγει. Δεν μπορεί να γίνει αυτό. Δεν μπορεί. Την αγαπάω πολύ ότι κι αν έχει γίνει.  Απλώς δεν γίνεται.

Βούρκωσα  και έριξα το βλέμμα μου πάλι κάτω στα σκαλιά. «Τι να πούμε;» της αποκρίθηκα σιγανά μόνο. «Πολλά, έλα στο σαλόνι.» με παρότρυνε και τελικά έγνεψα και την ακολούθησα. Στο σαλόνι επικρατούσε ησυχία όπως και στις ψυχές μας. Ο Sinatra δεν ακουγόταν από πουθενά. Σίγουρα τα πράγματα δεν ήταν καλά.

«Καταρχήν...» πριν κάτσει απέναντι μου στον καναπέ μου έδωσε ένα φάκελο. «Τι είναι αυτό;» τον κοίταξα με σμιγμένα τα φρύδια. Απορούσα. Τα αποτελέσματα των εξετάσεων; «Άνοιξε το.» μου είπε απαιτητικά. Το άνοιξα αργά και από μέσα έβγαλα μια πρόσκληση. Την οποία διάβασα στη στιγμή.

SpecialDonde viven las historias. Descúbrelo ahora