Chapter 47.

3.6K 514 22
                                    



ΠΡΟΣ ΜΕΓΑΛΗ ΜΟΥ ΕΚΠΛΗΞΗ, 
η Charlene τελικά δέχθηκε να γνωρίσει τη μαμά μου. Συμφωνήσαμε να πάω εγώ ο ίδιος να την πάρω το βράδυ και επίσης συμφώνησα με τη μαμά μου να προσπαθήσει πολύ στο να μη με κάνει ρεζίλι στην κοπέλα μου. 


Φτάνω έξω από το σπίτι της Charlene και παρκάρω στον απέναντι δρόμο. Ο ήλιος δεν έχει πέσει ακόμη. Συμφωνήσαμε να έρθω να την πάρω όχι πολύ αργά για να περάσει περισσότερο χρόνο σπίτι μου. Βασικά αυτό ήταν διαταγή της μαμάς μου, από την οποία με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο δεν μπορώ ποτέ να ξεφύγω.

Βγαίνω από το αυτοκίνητο μου και κοιτώντας απέναντι, την βλέπω να στέκεται στο πεζοδρόμιο μιλώντας με έναν άντρα. Ποιος είναι αυτός;  Η Charlene του χαμογελά, του δίνει δύο τάπερ και μια σακούλα που δεν μπορώ από τόσο μακριά να διακρίνω τι έχει μέσα. Εκείνος γνέφει και της ανταποδίδει το χαμόγελο. Ξένος φαίνεται. Είναι μελαψός και πολύ αδύνατος.

Διασχίζω γρήγορα το δρόμο και εκείνη την στιγμή με βλέπει από μακριά εκείνη. Μου χαμογελά και σηκώνει το χέρι της για να με χαιρετήσει. Φτάνω κοντά της στο πεζοδρόμιο. «Θα πρέπει να πηγαίνω τώρα γιατί με περιμένουν. Θα τα πούμε. Να είστε καλά και να ξεκουράζετε.» του δίνει μια αγκαλιά και έπειτα περπατάει προς εμένα τώρα. Δεν τον προλαβαίνω. Περπατάει μακριά μας προς την αντίθετη κατεύθυνση και φεύγει.

«Ποιος ήταν αυτός;» τη ρωτάω αμέσως μόλις έρχεται μπροστά μου, σμίγοντας τα φρύδια μου. «Ω μωρό μου, χαίρομαι και εγώ που σε βλέπω.» μου λέει ειρωνικά σταυρώνοντας τα χέρια της παραλήπτωντας την ερώτηση μου. «Μωρό μου;» την πειράζω χαμογελώντας της πονηρά. Μου αρέσει να με αποκαλεί έτσι. Δε το συνηθίζει.

«Μμμ..» σουφρώνω τα χείλη μου και χτυπάει την παλάμη της ψηλά στο στέρνο μου. «Πάψε! Πάμε;» με ρωτάει και έρχεται δίπλα μου. Μα καλά έτσι θα χαιρετηθούμε; Έχω να τη δω τρεις μέρες σχεδόν. «Δεν έχω φιλί για χαιρετισμό;» τη ρωτάω κατσουφιάζοντας ψεύτικα. «Ω μα φυσικά! Πως το ξέχασα αυτό!» μου λέει με ειρωνικό τόνο και έπειτα αμέσως μετά με φιλάει πεταχτά. Γελάει και της χαμογελώ κοιτάζοντας τη.

«Νομίζω ότι βρίσκεσαι σε πολύ καλή διάθεση σήμερα; Ή κάνω λάθος;» τη ρωτάω αμέσως μετά. «Είμαι.» μου απαντά ανασηκώνοντας τους ώμους της. Το χαμόγελο δε χάνεται από το πρόσωπο της και αυτό με κάνει ολοένα και πιο χαρούμενο. «Χαίρεσαι που θα γνωρίζεις την πεθερούλα;» την πειράζω  χτυπώντας τον ώμο μου κάτω με το δικό της. Είναι αρκετά πιο κοντούλα από εμένα και αυτό μου αρέσει πολύ. Είναι ότι πιο χαριτωμένο έχω δει ποτέ. Ότι καλύτερο.

Θέλω να τη φιλήσω περισσότερο όχι έτσι πεταχτά. Μα δε μπορώ δημόσια. Και δε μπορώ και στο σπίτι με τη μαμά μου. Γαμώτο, θα βρω την ευκαιρία κάπου. «Πεθερούλα;» σμίγει τα φρύδια της γελώντας. «Και αυτό ναι, αλλά χαίρομαι να βοηθάω τους άλλους το ξέρεις.» μου εξηγεί. Πάμε να περάσουμε τον δρόμο και σηκώνω το χέρι μου για να την εμποδίσω να κινηθεί.

Φοβάμαι τους δρόμους. Φοβάμαι μη μου πάθει κάτι.

«Περίμενε.» της λέω. Παίρνω τη παλάμη της μες τη δική μου και μπλέκω τα δάχτυλα μου με τα δικά της. Σφίγγω το χέρι της με το δικό μου, και αφού βρίσκω γρήγορα κενό στο δρόμο από αυτοκίνητα περνάω με γρήγορο βήμα απέναντι. «Φοβάσαι τους δρόμους;» με ρωτάει και γνέφω θετικά. «Ναι. Πολύ.» της ομολογώ.

«Μου αρέσουν οι δρόμοι μόνο αργά τη νύχτα, όταν είναι νεκρικοί και τα μόνα φώτα που λάμπουν σε αυτούς δεν είναι των αυτοκινήτων αλλά από τους στύλους τριγύρω. Είναι όμορφοι οι δρόμοι τη νύχτα.» της λέω γρήγορα. Ξεκλειδώνω το αυτοκίνητο και της ανοίγω την πόρτα του συνοδηγού για να μπει μέσα. «Και ακόμη πιο όμορφο το συναίσθημα να περπατάς πάνω στη λωρίδα χωρισμού μες τη σιωπή του νεκρικού δρόμου τη νύχτα.» προσθέτω στα λόγια μου.

Με κοιτάει με στραβό χαμόγελο και μπαίνει μέσα στο αυτοκίνητο χωρίς να αφήνει το χέρι μου για στήριξη. «Εκτός από τζέντλεμαν δείχνετε και πιο ενδιαφέρον χαρακτήρας σήμερα Κύριε Wilson.» μου λέει και της γελάω. «Ω δεν έχετε δει τίποτε ακόμη Κυρία Wilson.» της αποκρίνομαι. «Δεσποινίς Scott παρακαλώ.» μου βγάζει τη γλώσσα και γελάω για μία ακόμη φορά καθώς κλείνω την πόρτα και περπατάω γύρω από το αυτοκίνητο για να μπω στη θέση του οδηγού.

Μόλις μπαίνω μέσα, βάζω ζώνη και έπειτα ανάβω τη μηχανή του αυτοκινήτου. «Έβαλες ζώνη εσύ;» γυρνάω και κοιτάω προς εκείνη και μου γνέφει θετικά. Βεβαιώνομαι με το χέρι μου πως έχει κουμπώσει καλά η ζώνη ασφαλείας της και μόνο τότε ξεκινάω και φεύγω για το δρόμο προς το σπίτι μου.

SpecialOù les histoires vivent. Découvrez maintenant