Chapter 41.

3.5K 536 22
                                    


ΚΑΘΩΣ ΜΠΑΙΝΟΥΜΕ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ,
απόλυτη σιωπή κυριαρχεί. Μου έχει λείψει είναι αλήθεια το σπίτι της, καλά όμως..δε θέλω να αναφέρω το πόσο γαμημένα μου έχει λείψει εκείνη. Αφήνει τα κλειδιά της και τη τσάντα της πάνω στον πάγκο και έπειτα γυρνάει να με κοιτάξει. Οι ρίζες στα μαλλιά της διακρίνω πως έχουν σκουρύνει, το πρόσωπο της ίσως είναι λίγο πιο λευκό και χλωμό από άλλες φορές μα βλέπω μια διαφορετική δύναμη στη μες τα μάτια της. Δεν ξέρω εάν προέρχεται από καλές ή κακές επιρροές.

«Σε ακούω.» αναστενάζει και σταυρώνει τα χέρια της. «Κοίτα εγώ θα σου πω ότι θέλω, αλλά δε θέλω να κάθεσαι έτσι και να με κοιτάς λες και σε έχω πιέσει για να τα ακούσεις, αναγκαστικά, από αγγαρεία.» σηκώνω τα χέρια μου μπροστά μου καθώς περπατάω μέχρι το σαλόνι. Κάθομαι κάτω χωρίς να μου το προτείνει και εκείνη αναστενάζει για μία ακόμη φορά.

«Συγγνώμη, απλώς ξέρεις ούτε για εμένα είναι εύκολο παρόλο που θέλω να σε ακούσω.» τονίζει. «Ωραία μπορείς να έρθεις να κάτσεις εδώ;» τη ρωτάω και αμέσως ανοίγει διάπλατα τα μάτια της. «Όχι δίπλα μου, εδώ απέναντι στον άλλον καναπέ, εννοώ.» της δείχνω και στραβώνει τα χείλη της αρχικά. «Καλά.» παραδίνεται και έρχεται να κάτσει απέναντι μου.

«Λοιπόν;» ξεφυσάει τρίβοντας με τα χέρια της τα γόνατα της πάνω από το τζιν που φοράει. «Δεν γνώριζα τη μαμά σου μέχρι την ημέρα που ήρθα στο ανθοπωλείο για να πάρω την ανθοδέσμη για τη δική μου. Για να μη στα πολυλογώ είδε την επιρροή που εφάρμοζα εξαρχής πάνω σου και της ήρθε αυτή η ιδέα. Μου πρότεινε τα χρήματα και εγώ αμέσως πιάστηκα από αυτήν την ευκαιρία που νόμιζα πως μου στάλθηκε από τη ζωή για καλό. Για να βοηθήσω τη μαμά μου.» ξεκινάω να της λέω. Με ακούω σιωπηλή, με σοβαρό ύφος στο πρόσωπο της.

«Η μαμά μου έχει καρκίνο σε προχωρημένο επίπεδο. Χρειάζεται ισχυρή φαρμακευτική αγωγή και χημειοθεραπείες για να υπάρξει κάποια βελτίωση. Οι γονείς μου είναι χωρισμένοι και η αδερφή μου σπουδάζει. Ποτέ μου δε σου άνοιξα τα οικογενειακά μου θέματα γιατί δεν ήθελα να με λυπηθείς. Δεν ήθελα να λες α τον καημένο τον Harry, που είναι μόνος δίχως κάποιον στο πλευρό του με μια διαλυμένη οικογένεια και μια άρρωστη μητέρα.» τονίζω.

«Α..» κάνει μόνο. Ρίχνει το βλέμμα της κάτω και έπειτα μου λέει, «Εσύ γιατί δέχθηκες να με βοηθήσεις; Ειλικρινά..Εκτός από το θέμα για τα χρήματα προς τη μαμά σου;» με ρωτά. «Για-γιατί..κάτι με τράβηξε, ήθελα να σε βοηθήσω γιατί λυπόμουν που βρισκόσουν σε μια κατάσταση όπως-..» πάω να συνεχίσω μα με διακόπτει. «Είδες! Είδες!» υψώνει τον τόνο της και δάκρυα αρχίζουν να μαζεύονται στα μάτια της. «Με λυπήθηκες! Αυτό που δεν ήθελες να κάνω εγώ για εσένα..το έκανες εσύ για εμένα. Και εγώ το μόνο που έκανα ήταν πως σου έδωσα τα πάντα. Σου ανοίχτηκα, Harry. Και εσύ με λυπήθηκες. Ήξερες πόσο μισώ να με λυπούνται!» τα δάκρυα τώρα τρέχουν στα απαλά μαγουλάκια της.

SpecialWo Geschichten leben. Entdecke jetzt