Chapter 45.

3.7K 495 11
                                    



Η CHARLENE ΚΟΙΜΑΤΑΙ ΒΑΘΙΆ,

όταν φεύγω από το σπίτι της.. Της αφήνω ένα φιλί στο μέτωπο και της περνάω το λαστιχάκι μαλλιών της πίσω στον καρπό της, για να το έχει ακριβώς εκεί την επόμενη φορά που θα ιδωθούμε ώστε να μου πιάσει η ίδια τα μαλλιά.

Φτάνω στο σπίτι γρήγορα και μπαίνοντας μέσα αμέσως αναγνωρίζω στην ατμόσφαιρα την μυρωδιά τσαγιού. Έχει ξυπνήσει η μαμά; «Μαμά;» ρωτάω δυνατά και αφού βγάζω γρήγορα τα παπούτσια μου προχωράω στο σαλόνι. Κάθεται εκεί στην άκρη του καναπέ, ακούγοντας πάλι Frank Sinatra. Σμίγω τα φρύδια μου. Δείχνει χλωμή. Δε θα πάει στη δουλειά; «Τι τρέχει;» τη ρωτάω περπατώντας πιο κοντά της. Σταματάει τον Sinatra.

«Εσύ πες μου τι τρέχει Harry. Σε έχω πάρει πολλά τηλέφωνα. Σου έστειλα μέχρι και μηνύματα παρόλο που ξέρεις πως δεν ξέρω να στέλνω καλά τέτοια πράγματα. Και εσύ πουθενά. Λείπεις όλο το βράδυ!» με μαλώνει. Είναι θυμωμένη βασικά όχι θυμωμένη, εξοργισμένη θα έλεγα καλύτερα. «Μαμά, δεν είμαι δέκα χρονών. Ηρέμησε. Είμαι καλά. Απλώς κοιμήθηκα κάπου αλλού χτες βράδυ.» της λέω αποδοκιμαστικά βγάζοντας συγχρόνως το κινητό μου από την πίσω τσέπη του τζιν μου.

Το ανοίγω και κοιτάζοντας το, συνηδειτοποιώ πως το χα στο αθόρυβο. «26 κλήσεις; Σοβαρά;!» της κάνω ξέπνοα. «Σοβαρότατα!» τονίζει. Δε χάνει το θυμό της. «Μαμά ηρέμισε. Δεν είμαι παιδί, εντάξει;! Τι φοβάσαι;!» αρχίζω και εγώ να υψώνω τον τόνο μου καθώς της μιλάω ενώ δε θέλω καθόλου να το κάνω αυτό.

«Είσαι! Με όλα αυτά που έκανες τον τελευταίο καιρό μόνο ανωριμότητα δείχνεις! Εντάξει;! Και στο κάτω κάτω είμαι μητέρα και αν δε φοβηθώ για τη δική σου ζωή για ποιου να φοβηθώ; Για τι δική μου; Ποια μητέρα βάζει τη ζωή της πάνω από του παιδιού της;! » αποκρίνεται δυνατά. Το φλιτζάνι με το τσάι που κρατάει στο χέρι της τρέμει, έτσι ακριβώς όπως τρέμει και η ίδια  εξαιτίας του θυμού που της προκάλεσα.

«Μαμά ηρέμισε.» το βλέμμα μου μαλακώνει και κάνω αρκετά βήματα κοντά της καθώς της μιλώ. «Όχι δε θα ηρεμήσω τόσο εύκολα Harry! Που έχεις μπλέξει πάλι;!» με ρωτά πονεμένα. Η φωνή της σπάει και τα μάτια της βουρκώνουν. Τι στο καλό έκανα τόσο λάθος που πρέπει τώρα να βάλει τα κλάματα γαμώτο;

«Συ-συγγνώμη.» γονατίζω μπροστά της. «Δεν έκανα κάτι. Και δεν μπορείς να με λυγίζεις κάθε φορά επειδή εσύ δε νιώθεις καλά. Δε μπορείς να πιστεύεις τόσο χαμηλά για το ίδιο σου το παιδί...» της τονίζω κάθε λέξη μου φανερά. «Τι πιστεύεις δηλαδή; Ότι τώρα έχω μπλέξει και αλλού; Τι;! Είμαι καλά..Εχθές ε-έμεινα στην-στην Charlene.» αναστενάζω δυνατά στο τέλος.

Τα μάτια της ανοίγουν διάπλατα και δεν είναι βουρκωμένη πια. Ο θυμός που είχε φέρει κόκκινο χρώμα στα μάγουλα της εξασθενεί και το δέρμα της χλομιάζει ξανά τώρα. Γιατί είναι εδώ και δεν ετοιμάζεται στη δουλειά; Αυτή είναι η βασική μου απορία, τίποτε άλλο. «Τα βρήκατε;» με ρωτά με ελπίδα. Τώρα λάμψη έρχεται πίσω στα μάτια της. Ξεφυσάω. Σηκώνομαι από τα γόνατα μπροστά της και κάθομαι πίσω δίπλα της στον καναπέ.

Δαγκώνω την άκρη του κάτω χείλους μου και έπειτα της χαμογελάω ελαφρά. Κουνάω το κεφάλι μου καταφατικά και έπειτα μου χαμογελάει και εκείνη πλατιά. «Το ήξερα! Το ήξερα! Η δική σας ιστορία αγάπης είναι εξωπραγματική! Δεν έπρεπε να χαθεί! Είμαι πολύ χαρούμενη που σε συγχώρεσε! Πάρα πολύ χαρούμενη γιατί ξέρω σίγουρα πως είσαι και εσύ χαρούμενος τώρα!» μου μιλάει γρήγορα, με ατέλειωτη χαρά να κρύβεται πίσω από κάθε λέξη της.

SpecialDonde viven las historias. Descúbrelo ahora