Ψαχνωντας την αγαπη

555 57 3
                                    

Άλλο ένα συνηθισμένο πρωί για τον Τζεεις ο οποίος προσπαθεί να ξυπνάει το πρωί όσο πιο νωρίς μπορεί για να προλάβει το μπαμπά του πριν πάει στη δουλεια, αλλά μάταια ο Ρόμπερτ έφευγε στις 4 το πρωι και ερχόταν στις 11 το βράδυ, τις ώρες που ο Τζεεις κοιμόταν.Πολυ πονουσε το Ρόμπερτ που δε μπορούσε να δεί παιδί του να παίζει ή να του μιλήσει ή να του προσφέρει τη πατρική του αγάπη...
Ο Τζεεις όπως και κάθε πρωί έφτιαχνε τη τσάντα του για το σχολείο,έπρεπε να ξυπνήσει τη Ρωξάνη και να της ετοιμάσει το πρωινό και να στρώσει το κρεβάτι του.Ή Ρωξάνη και εκείνη κάθε πρωί τον κορόιδευε με διάφορα επίθετα μάλιστα όταν είχε νεύρα ξεσπούσε πάνω του χτυπώντας τον.Ο Τζεεις είχε συνηθίσει σε όλα αυτά παρόλο που ήταν μόλις 8 χρόνων.Είχε αρχίσει να διαμορφώνει μια ψυχροτητα. Και στο σχολείο δεν ήταν πολύ εύκολα τα πράγματα για αυτον. Είχε μόλις έναν φίλο τον Άλεξ και αυτόν τον απέκτησε με πολύ δυσκολια. Γνωρίστηκαν στη πρώτη δημοτικού ο Άλεξ μοίρασε το φαγητό του μαζί του,όταν τον είδε να πειναει,ακόμα και μέχρι σήμερα μοίραζε μαζί του το φαγητό με τον Τζεεις,αφού ή Ρωξάνη δε του έδινε τίποτα για κολατσιο.Δε μιλούσαν πολύ αλλά είχαν τον τρόπο τους να επικοινωνούν.Ο Άλεξ ήταν λίγο πιο ψηλός από τον Τζεεις με καστανά μαλλιά καφέ μάτια και φορούσε σιδεράκια.Ούτε και εκείνος είχε παρέα αφού οι περισσότεροι τον κοροιδευαν.
"Ει εσύ φρικιό θα φέρεις ποτέ δικό σου κολατσιό;ή θα κλεβεις από τους άλλους;" είπε ή Άννα και γέλια ακούστηκαν.Ή Άννα ήταν ένα χρόνο μεγαλυτερη από τον Τζεεις και του φερόταν πολύ υποτιμητικα, ήταν ο θύτης που είχε πολλά θύματα αλλά το κύριο θύμα της ήταν ο Τζεεις...
Ο Τζεεις δε μπορούσε να το καταλάβει αυτό ,γιατί εκείνον;παρόλα όσα έλεγε την αγνοουσε.
"Αρκετά παιδιά,είναι αγενες αυτό που κάνετε" είπε ή κύρια Έλενα,ήταν πολύ γλυκιά δασκάλα ο Τζεεις τη συμπαθούσε πολύ,πολλές φορές ευχόταν να ήταν ή μαμά του...
"Είσαι καλά Τζεεις;θέλεις να σου δώσω λίγο από τη μηλοπιτα μου;ούτως ή άλλως δε θα μπορέσω να τη φάω όλη,θα χαρω πολύ να τη μοιραστω μαζί σου"είπε ή κύρια Έλενα στον Τζεεις
Παρόλο που ο Τζεεις πειναγε αρνήθηκε να τη παρει, κουνώντας αρνητικά το κεφάλι του.Ή κύρια Ελενα όμως έβαλε κρυφά τη μηλοπιτα στη τσάντα του Τζεεις .
Το κουδούνι χτυπησε, το σχολείο τελείωσε ο Τζεεις γύρισε σπιτι, τίποτα δεν είχε αλλάξει,ή Ρωξάνη του φώναζε έπαιρνε συνεχώς τηλέφωνα και κάθε μεσημέρι έδινε στο Τζεεις να φάει φασολάδα. Και μόνο στη σκέψη της φασολάδας ο Τζεεις δεν ήθελε να πάει σπίτι είχε βαρεθεί τη γεύση της αλλά τουλάχιστον είχε κάτι να φάει.Μόλις τελείωσε το μεσημεριανό του μάζεψε το τραπεζι και άνοιξε τη τσάντα του και είδε κάτι μέσα,ήταν ή μηλοπιτα της κύριας Ελενας,ο Τζεεις χάρηκε και την ώρα που πάει να τη φάει τον βλέπει ή Ρωξάνη " Τι αυτό;Μηλοπιτα;από που τη πήρες;την εκλεψες;Παλιόπαιδο δε ξέρεις ότι πρέπει να τη μοιραστείς με την οικογένεια σου;"και άρχισε να τον χτυπα.
"Θέλω πίσω..."είπε φοβισμένος ο Τζεεις
" Τι θέλεις πίσω;τη κλεμμένη μηλοπιτα;μπάσταρδο καταραμένη ή μέρα που γεννήθηκες"έκανε μια χαψια τη μηλοπιτα ή Ρωξάνη και του έδωσε ένα χαστούκι.
Έμειναν εκεί και οι δύο να κοιτάει ο ένας τον άλλον με μια ψυχρή μάτια.Τελικά ο Τζεεις πήρε τη τσάντα του και πηγε στο δωμάτιο του και έκλεισε τη πόρτα αφήνωντας πίσω τη Ρωξάνη ή οποία μίλαγε στο τηλέφωνο,αφήνοντας τη ψυχροτητα και ελπίζοντας να αποκτούσε μια μαμά σα τη κύρια Ελενα που θα τον αγαπούσε θα τον φρόντιζε θα τον έκανε να νοιώθει την οικογενειακή αγάπη,μια αγάπη που δεν είχε γνωρίσει έως τωρα.

Teach Me HowOnde histórias criam vida. Descubra agora