Ελευθερια

499 57 3
                                    

Ο Τζεεις ξύπνησε από τις σταγόνες της βροχής στο παράθυρο του,ήθελε να καθίσει στο κρεβάτι του και απλώς να τις χαζεύει αλλά το καθήκον τον καλουσε.Ήταν Σάββατο και όπως ήταν φυσικό κάθε Σάββατο ή Ρωξάνη έστελνε τον Τζεεις να πάει να κάνει τα ψώνια μονος του,αφού σύμφωνα με τις θεωρίες της Ρωξάνη ο 10 χρόνος Τζεεις έπρεπε να συμβάλλει περισσότερο στις εργασίες του σπιτιου. Συνήθιζε να του λέει "Εγώ όταν ήμουν 9χρονων δούλευα στη ψαραγορά για να βγάλω λεφτά,ενώ εσύ θέλεις να τα βρίσκεις έτοιμα,χαζοπαιδο θα δεις από εδώ και πέρα τι θα πάθεις" ο Τζεεις είχε συνηθίσει στα σχόλια της Μάμας του που χτυπούσαν σα μαχαίρι αλλά δεν ένοιωθε τιποτα πλέον...
Φορεσε τα ρούχα του πήρε μια τρύπια ομπρέλα και ξεκίνησε για την αγορά.Του άρεσε να κάθεται στη βροχή,ένοιωθε πως τον απελευθέρωνε τον έκανε ένα με τη βροχή αν δεν έπρεπε να πάει για ψώνια θα μπορούσε να καθίσει εξω μέχρι να σταματήσει.Τον διέκοψε όμως ένας δυνατός ήχος και μια μεγάλη ποσότητα νερού που έπεσε πάνω του και τον έκανε να πέσει κάτω.Ήταν ο Τζάστιν μαζί με τη παρέα του,ο Τζεεις τον αντιπαθουσε. Ήταν 3 χρόνια μεγαλύτερος του και εκβίαζε όλα τα παιδιά να του δώσουν και να κάνουν ότι τους έλεγε.
"Ο βρωμιαρης βγήκε για να πλυθεί" είπε ο Τζάστιν και γέλασε
"Ούτε ποδήλατο δεν έχεις,τι σοη παιδί είσαι; "
"Δε το χρειάζ..." είπε ο Τζεεις ενώ τον διέκοψε ο Τζάστιν "τι δε;τώρα βγηκες και καθυστερημένος;"
"Δε το χρειάζομαι γιατί δεν είμαι ένα κακομαθημένο παιδί σα και εσένα" είπε ο Τζεεις χωρίς φοβο
"Τώρα θα δεις καθυστερημενε" και ο Τζάστιν κατεβαίνει από το ποδήλατο και πάει να δώσει μια δυνατή γροθιά στο πρόσωπο του Τζεεις,μια γροθιά τόσο δυνατή που μπορούσες να την αισθανθείς πριν καλά καλα ακουμπήσει στο πρόσωπο σου,περνούσε και έκοβε τις σταγόνες της βροχής,ο Τζεεις ανυπεράσπιστος ήξερε πως θα πονουσε πολύ αλλά εκείνη τη στιγμή λίγα δεύτερα πριν ακουμπήσει στη μύτη του ακούστηκε "Σταματά" ήταν μια κοριτσίστικη φωνή,ήταν ή αδερφή του Τζαστιν,ή Άννα "Φτάνει παιδιά αρκετά ασχολήθηκατε τώρα θα τον κανόνισε εγώ.." είπε ή Άννα "Μα Άννα θα τον χτύπαγα δε.." δε πρόλαβε να τελειώσει ο Τζάστιν "είπα φτάνει Τζαστιν,τελείωνε θα τον κανόνισω εγώ τώρα"
"Καλά καλα Άννα όπως επιθυμείς,όλος δικός σου ο βρωμιαρης"είπε ο Τζάστιν καθώς έφευγε με τη παρέα του μες στη βροχη.
Ο Τζεεις είχε μείνει εκεί να κοιτάζει την Άννα
Γρήγορα ή Αννα όμως απάντησε " τώρα φύγε γρήγορα μην μας δει κανείς και μη το πεις σε κανέναν αλλιώς θα τις φας πραγματικά"είπε ή Άννα καθώς έτρεχε για να ξεφύγει από τη βροχή.
Ο Τζεεις έμεινε στη βροχή κάτω στο δρομο να αναρτωτιεται τι συνέβη,ή Άννα τον βοήθησε μας πως ή Άννα τον μισουσε, μήπως άλλαξε;τι την άλλαξε όμως;
Εκείνη την ώρα ο Τζεεις θυμήθηκε πως είχε ξεχάσει τη λίστα με τα ψώνια και τα λεφτά στο σπίτι του και πως αν δε βιάζοταν να τα πάρει,ήξερε πολύ καλά πως δε θα γλυτώσει το ξύλο από τη Ρωξάνη.Έτρεξε στη βροχή όσο πιο γρήγορα μπορούσε,ένοιωθε τον άνεμο να βουιζει στα αυτιά του τις σταγόνες της βροχής να πέφτουν στα ξανθά μαλλιά του και μετα να ακουμπάνε το πρόσωπο του,ένοιωθε σαν ένα πουλί που πετουσε δίχως ορια.
Έφτασε σπίτι και παρατήρησε πως ή πόρτα του διαμερίσματος τους ήταν ανοιχτή μπήκε μέσα και άκουσε εναν θορυβο να έρχεται από το δωμάτιο της Ρωξάνη, την ίδια στιγμή ακούστηκε μια δυνατή βροντή,σαν να τον ειδοποιούσαν να μη πάει μέσα,ρίγος έπιασε τον Τζεεις από τη βροντή.
Ακουμπησε το δεξί του χέρι στο πομολο της πόρτας και αργά άνοιξε τη πόρτα και αντίκρυσε ένα θέαμα που τον σόκαρε.

Teach Me HowDonde viven las historias. Descúbrelo ahora