Κεφάλαιο 17

100 14 2
                                    

~Ρεβέκκα~

(16 χρονών)

Περπατάω προς το σπίτι της Μαρκέλλας. Για κάποιο περίεργο λόγο ο Κούκι, το σκυλάκι μου, επέλεξε να με ακολουθήσει. Το παίρνω στην αγκαλιά μου και το χαϊδεύω τρυφερά. Το σκυλάκι μου, το αγαπάω όσο κανέναν άλλον. Από πάντα ήταν δίπλα μου. Πάντα με βοηθούσε. Ξαφνικά νιώθω την ζώνη μου να με σφίγγει υπερβολικά. Με χρειάζονται στον Παράδεισο. Παρόλα αυτά ο πόνος είναι αβάσταχτος και αφήνω τον Κούκι να πέσει από την αγκαλιά μου. Το σκυλάκι μου αρχίζει να γαβγίζει ασταμάτητα. Τρέχω προς το σπίτι της Μαρκέλλα όσο πιο γρήγορα μπορώ, παρόλο τον πόνο. Ο Κούκι τρέχει μπροστά μου, προφανώς για να βρει βοήθεια. Τον βλέπω να εξαφανίζεται στην στροφή του σπιτιού της Μαρκέλλα καθώς νιώθω κάτι να πιέζει την πλάτη μου. Δεν μπορώ να το αντέξω και έτσι επιτρέπω στα πόδια μου να λυγίσουν και τα μάτια μου να κλείσουν απότομα. 

Ξυπνάω σε έναν χώρο που δεν αναγνωρίζω. Ανοίγοντας εντελώς τα μάτια μου το εκτυφλωτικό φως εισέρχεται απότομα στο οπτικό μου πεδίο. Καταλαβαίνω ότι βρίσκομαι στον Παράδεισο από την λάμψη που κυριαρχεί παντού. Όμως γιατί είμαι ξαπλωμένη σε ένα κρεβάτι; Κοιτάω δίπλα μου όπου σ'ένα κρεβάτι είναι ξαπλωμένη και η Μαρκέλλα. Τα φτερά της έχουν ζαρώσει και μοιάζουν τελείως ακίνητα. Είναι ξύπνια και έτσι την ρωτάω:

-Τι έγινε; Πού είμαστε;

-Στο Νοσοκομείο των Αγγέλων. Πάθαμε το ίδιο με τη ζώνη. Η μητέρα μου μου εξήγησε πως αυτό συμβαίνει πάντα στους καινούργιους Αγγέλους. Δεν έχουμε μάθει να ελέγχουμε τον πόνο μας, μου εξηγεί με κουρασμένη φωνή. 

-Και γιατί μας χρειάζονταν; Ρωτάω εγώ.

-Ήθελαν να μας ενημερώσουν για το ξόρκι του χρόνου που κατέστρεψαν οι Σκοτεινοί. Εμείς ξέραμε ήδη γι'αυτό όμως. 

-Και Μαρκέλλα πώς καταλάβατε ότι λιποθύμησα στον δρόμο; Την ρωτάω θυμούμενη το προηγούμενη περιστατικό. Πρόλαβε ο Κούκι να ειδοποιήσει; 

-Ο Κούκι μας βρήκε, μου λέει και ξαπλώνει λίγο παραπάνω κάνοντας το κρεβάτι να βουλιάξει. Το γλυκό μου σκυλάκι. 

-Πώς είστε; Ακούω μια γλυκιά φωνή και προβάλλει μία όμορφη νοσοκόμα με έντονα μπλε φτερά ίδια με το χρώμα των ματιών της. 

-Καλύτερα, λέμε εγώ και η Μαρκέλλα ταυτόχρονα. 

-Ρεβέκκα θέλει να σου μιλήσει η βασίλισσα Άννε. Η μητέρα σου, μου λέει η νοσοκόμα. Μα καλά γιατί την αποκαλεί βασίλισσα; Σηκώνομαι και αμέσως νιώθω την κοιλιά μου, ακριβώς εκεί που βρισκόταν πριν η ζώνη και τώρα πια όχι, να πονάει. Δεν λέω τίποτα όμως γιατί θέλω οπωσδήποτε να μιλήσω στη μητέρα μου. Βγαίνω από το νοσοκομείο με ασταθή βήματα. Την βρίσκω να με περιμένει μ'ένα χαμόγελο να απλώνεται στα χείλη της. Την αγκαλιάζω. Δεν μπορώ να τη συνηθίσω ως Άγγελο. 

Οι ΔιάδοχοιWhere stories live. Discover now