Κεφάλαιο 4

167 19 0
                                    

~Μαρκέλλα~

(16 χρονών)

Μα καλά τι έπαθε τώρα η Ρεβέκκα; Τι βουβά είναι αυτά που έλεγε περί οράματος και βλακείες; Και τα μάτια της, άλλο περίεργο και τούτο. Παίζω με τις παρανυχίδες μου περιμένοντας την Ρεβέκκα να γυρίσει από τις τουαλέτες. Ξαφνικά νιώθω το σώμα μου πολύ ελαφρύ και έχω ένα αίσθημα πολύ περίεργο. Σαν να μην υπάρχω. Κοιτάω τα χέρια μου και δεν υπάρχουν. Τι στο καλό γίνεται; Τα μάτια μου κλείνουν απότομα και αμέσως ανοίγουν. Κοιτάω πάλι τα χέρια μου και είναι όπως πάντα. Μήπως αρχίζω να τρελαίνομε; Πριν προλάβω να απαντήσω στον εαυτό μου βλέπω την Ρεβέκκα να έρχεται προς το μέρος μου. Φαίνεται ακόμα ζαλισμένη και τα μάτια της δεν άλλαξαν χρώμα. Έχουν ακόμα αυτές τις ασημιές ανταύγειες και αυτή τη λάμψη. Είναι λίγο περίεργο. Όπως ακριβώς αυτό που έπαθες και εσύ, μου υπενθυμίζει το υποσυνείδητό μου αλλά δεν του δίνω και πολύ σημασία. 

-Είσαι καλά; Την ρωτάω όταν είναι πια απέναντί μου. 

-Εγώ μια χαρά είμαι, εσύ νιώθεις καλά; Με ρωτάει η Ρεβέκκα και βάζει το χέρι της στον ώμο μου. 

-Ναι, γιατί; Αποφασίζω να μην της πω για την προηγούμενη εμπειρία μου. 

-Τα μάτια σου...είναι λίγο περίεργα. Έχουν πάρει ένα μαύρο χρώμα. Τα μελί σου μάτια έχουν εξαφανιστεί. Η κόρη του ματιού σου δεν διαφέρει από το υπόλοιπο μάτι. 

Δεν μπορώ να καταλάβω τι λέει και κλείνω τα μάτια μου για να ηρεμήσω λίγο.   

-Γεια σου Μαρκέλλα. Ακούω τη φωνή ενός αγοριού και γυρνάω από την άλλη μεριά. Ωχ, θεέ μου! Είναι ο Τσάντλερ. Το αγόρι των ονείρων μου. Το αγόρι που μου αρέσει από την 1η γυμνασίου. 

-Γεια σου Τσάντλερ! Λέω άνετη αλλά η καρδιά μου χτυπάει 600 φορές το δευτερόλεπτο. 

-Είσαι εντάξει; Με ρωτάει και βλέπω την Ρεβέκκα να απομακρύνεται από το μέρος μας. 

-Ναι, μια χαρ..... Νιώθω το κεφάλι μου να βουίζει και όλα εξαφανίζονται από το οπτικό μου πεδίο. Τα πόδια μου τρέμουν και δεν μπορούν να με κρατήσουν όρθια. Πέφτω αλλά πριν προλάβω να ακουμπήσω στο έδαφος ο Τσάντλερ με πιάνει. Ακούω τη φωνή του να ηχεί στα αυτιά μου: "Μαρκέλλα, Μαρκέλλα είσαι καλά; " Δεν μπορώ όμως να τον δω. Είμαι τόσο αδύναμη που δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό. Δεν ακούω κανέναν και τίποτα. Κάτι όμως δεν με αφήνει να παραιτηθώ και έτσι ανοίγω τα μάτια μου. Αντικρίζω το Τσάντλερ και μόλις βλέπω τα γκρι μάτια του ανατριχιάζω. Ξεχνάω ότι βρίσκομαι στην αγκαλιά του αλλά η φωνή του με επαναφέρει στην πραγματικότητα:

-Είσαι καλά; 

-Ναι, μια χαρά. Του λέω καθώς σηκώνομαι, αποχωρίζοντας την αγκαλιά του. 

-Σίγουρα; Θες να σε πάω στο ιατρείο του σχολείου; 

-Όχι, όχι ευχαριστώ. Του λέω και του χαμογελάω γεμάτη ευγνωμοσύνη. 

-Ε, Τσαντ! Έλα, πάμε. Ακούω τους φίλους του Τσάντλερ να τον φωνάζουν. Ο Τσάντλερ γυρνάει προς το μέρος τους και φωνάζει για να τον ακούσουν:

-Έρχομαι ρε μαλάκες! Γυρνάει πάλι προς το μέρος μου και μου λέει:

-Είσαι σίγουρα καλά; 

-Ναι, μην ανησυχείς. Άντε πήγαινε, σε περιμένουν. Του λέω και δείχνω προς το μέρος των φίλων του. Μου χαμογελάει και λέει:

-Οκευ, τα λέμε. Γυρνάει και φεύγει από το μέρος μου μαζί με τους φίλους του. Τον παρατηρώ καθώς φεύγει και είναι τόσο όμορφος. Ενώ τον παρατηρώ νιώθω στην πλάτη μου, στα δύο σημάδια, έναν ανυπόφορο πόνο. Κάτι μου θυμίζει αυτό. Μα ναι! Πριν από ακριβώς 3 χρόνια. Όταν ήμουν με τη μητέρα μου, στο σπίτι. Αυτή είναι η δεύτερη φορά που συμβαίνει αλλά ο πόνος είναι πιο τσουχτερός, πιο δυνατός. Μπορώ όμως να το ελέγξω. Σιγά-σιγά ο πόνος υποχωρεί και οι ανάσες μου παίρνουν τον κανονικό τους ρυθμό. Αυτή τη φορά ο πόνος κράτησε λιγότερο από την πρώτη φορά. Κλείνω τα μάτια μου για να ηρεμήσω και όταν πια τα ανοίγω βλέπω την Ρεβέκκα να έρχεται προς το μέρος μου. 

-Είσαι καλά; Τι έγινε; Τι έπαθες; Με κατακλύζει με ερωτήσεις. 

-Τίποτα, τίποτα. Καλά είμαι απαντάω εγώ. Δεν θέλω να της εξηγήσω τώρα τι ένιωσα. Δεν θα καταλάβαινε. Το κουδούνι του σχολείου μας διακόπτει και μαζευόμαστε όλοι σε σειρές για να γίνει η καθημερινή προσευχή. Μόλις τελειώνει όλοι οι μαθητές ανεβαίνουμε στις τάξεις μας για να αρχίσει το μάθημα. Εμείς πρώτη ώρα έχουμε γυμναστική. Πάλι καλά είμαι στο ίδιο τμήμα με τη Ρεβέκκα, Α4. Τρέχουμε και κάνουμε κάποιες διατάσεις. Μετά παίρνουμε μια μπάλα  και τα κορίτσια παίζουμε βόλεϋ ενώ τα αγόρια παίζουν ποδόσφαιρο βέβαια. Στο ίδιο τμήμα είναι και ο Τσάντλερ. Τι ωραίος που είναι μέσα στην αθλητική του φόρμα. Ξαφνικά καταφθάνει η υποδιευθύντρια και λέει κάτι στον γυμναστή μας. Ο γυμναστής έρχεται προς το μέρος μας και ανακοινώνει:

-Οι μαθήτριες Σμιθ Μαρκέλλα και Τόμσον Ρεβέκκα πρέπει να φύγουν από το σχολείο. Τηλεφώνησε η μητέρα της μαθήτριας Σμιθ Μαρκέλλα και παρακάλεσε να πάτε σπίτι. Είναι κάτι επείγον. 

Τι έγινε τώρα; Τι κουλό είναι αυτό; Ελπίζω να μην έγινε κάτι κακό. 

Στη φωτογραφεία είναι η Μαρκέλλα 16 χρονών.    



Οι ΔιάδοχοιDonde viven las historias. Descúbrelo ahora