Κεφάλαιο 21

535 92 10
                                    

Πέρασε άλλη μία εβδομάδα και ο Τόμας  δεν είχε γυρίσει ακόμη. Φοβόταν πως άμα αργούσε να γυρίσει θα φούσκωνε η  κοιλιά της και έτσι δεν θα μπορούσε να τον ταλαιπωρήσει όπως είχε σκοπό να κάνει.
Έπρεπε να ειχε φέρει και την Κλερ μαζί της. Τότε σίγουρα θα πίστευαν ότι είναι γυναίκα του και δεν θα της φέρονταν σαν απλή  καλεσμένη.

Ο χειμώνας είχε μπει για τα καλά στα Χάιλαντς  . Οι πρώτες νιφάδες χιονιού είχαν κάνει την εμφάνισή τους και η Ρενέ  ήταν ενθουσιασμένη όσο ποτέ άλλοτε, έβλεπε χιόνι για πρώτη φορά στη ζωή της.
Τοσο που το χαιρόταν ούτε μικρό παιδί,που για μία ακόμη φορά είχε προκαλέσει τα γέλια με τα καμώματα της. Είχε συνηθίσει πλέον να γελανε μαζί της που τώρα δεν την ένοιαζε καθόλου.
Κι αυτοί όμως είχαν συνηθίσει την αλοπροσαλη γυναίκα που σχεδόν διασκέδαζαν με τα καμώματα της. Και λέω σχεδόν διότι στο πίσω μέρος του μυαλού τους φοβόντουσαν μην ήταν καμιά τρελή ερωμένη του αφέντη τους που μπήκε με το έτσι θέλω στο σπίτι του λέγοντας ένα σωρό ψέμματα.
Κι αν συνέβαινε κάτι τέτοιο τότε  μαύρα μαντάτα όταν γύριζε εκείνος.

" Με τόσο χιόνι που έχει  ρίξει πώς  θα επιστρέψει ο κύριος  σου? Και εκεί που είναι πού  κοιμάται ακριβώς"?

Ο ξανθός γίγαντας την κοίταξε βαριεστημένα που έπρεπε πάντα να απαντά στις τόσες ερωτήσεις της.

"Φυσικά και μπορεί να γυρίσει,αλλα εσύ στ 'αληθεια δεν έχεις ιδέα για τη ζωή του ε"?

Μα πώς  τολμούσε να της μιλάει στον ενικό. Στο δάσος είχε μεγαλώσει και δεν είχε καθόλου τρόπους?" Μπορεί"... ,σκέφτηκε μετά ,έτσι "ζώο"που ήταν.
Γέλασε με το σκανταλιάρικο  ύφος της.

"Και του λόγου σου τι γελάς τώρα?"

Ήταν σειρά της να γελάσει εις βάρος του. Και το έκανε με μεγάλη ευχαρίστηση. Γελασε τόσο πολύ που την πόνεσε η  κοιλιά της και έκανε το γίγαντα να γίνει κατακόκκινος από τα νεύρα και να σηκωθεί να φύγει απ το δωμάτιο βλαστημοντας και εκτοξεύοντας απειλές.
"Δεν θα ρθει ο αφέντης,να δεις που θα πας,γλωσσού".

Δύο μέρες αργότερα άκουσε φασαρία από τον κάτω όροφο. Άνοιξε την πόρτα και αφουγκραστηκε να δει τι συνέβαινε.
Και ναι,μεσα στο χαμό και τις φωνές κατάφερε να ξεχωρίσει τη δική του.
Είχε επιτέλους επιστρέψει.
Προσπάθησε να συγκρατηθεί να μην τρέξει κάτω και πέσει στην αγκαλιά του.
Έκανε ένα γρήγορο μπάνιο με τη βοήθεια της Μαρί  και διάλεξε το πιο όμορφο φόρεμα σε ιβουαρ χρώμα με δαντέλα που στόλιζε το ανοιχτό μπούστο του. Μία πλεκτή εσάρπα για το κρύο ήταν ότι έπρεπε.
Δεν την φόρεσε όμως την κράτησε στο χέρι. Δεν ήθελε να κρύψει το πλούσιο μπούστο της. Και τόσες μέρες με τα μάλλινα υφάσματα και τα φορέματα που έκλειναν στο λαιμό ένιωθε σαν χωριάτισσα.
Άφησε τα μισά μαλλιά της κάτω. Ήξερε πόσο του άρεσαν τα μαλλιά της. Τσίμπησε τα μάγουλά της για περισσότερο χρώμα ,δάγκωσε τα χείλη της για τον ίδιο λόγο και κατέβηκε κάνοντας  σαν να μην είχε ακούσει τίποτα, στην τραπεζαρία για το πρωινό της.

"RENE"Where stories live. Discover now