Κεφαλαιο 23

560 93 7
                                    

Μα το Θεό τώρα την είχε βγάλει απ τα ρούχα της.

"Δεν το παίζω κυρία ανόητε ,είμαι κύρια. Ποιό  κύρια από όλες όσες έχεις γνωρίσει ως τώρα".

Η  φωνή της ακούστηκε μέχρι την κουζίνα και έκανε μερικά πιάτα να σπάσουν απ τον τρόμο που πήρε η  μαγείρισσα.

"Μπα,τι έγινε λοιπόν που χάθηκαν οι καλοί σου τρόποι? Τουλάχιστον αυτές που γνωρίζω εγώ δεν το παίζουν κάτι άλλο από αυτό που είναι".

Και η  δική του φωνή όμως δεν πήγαινε πίσω.
Οι άντρες που κάθονταν στο τραπέζι κοιτούσαν αμήχανα τα χέρια τους ενω κάποιοι έκαναν ότι μιλούσαν μεταξύ τους.

" Α! Ώστε δεν είμαι αρκετά κυρία. Ε! Να λοιπόν, τώρα μπορείς να με πεις ότι θες".

Το χέρι της έφυγε με τόση δύναμη που ο ήχος που έκανε καθώς προσγειώθηκε στο μάγουλό του έφτασε μέχρι τα πάνω διαμερίσματα.
Έβαλε το χέρι της στο στόμα της ,μην πιστεύοντας και η  ίδια τι είχε μόλις κάνει.
Και μόνο με το βλέμμα του θα μπορούσε να την σκοτώσει.
Της κόπηκε το αίμα και δεν μπορούσε να αναπνεύσει.
Έβγαλε ένα γριλισμα σαν λυσσασμένο σκυλί και με το ένα χέρι πέταξε ότι υπήρχε μπροστά του απ το τραπέζι. Δύο από τους άντρες σηκώθηκαν και τον έπιασαν ένας από κάθε μπράτσο.

"Θα έλεγα ότι ήρθε η  ώρα να τρεξετε κυρία" ακούστηκε ένας τρίτος άντρας δίπλα της.

Είχε μείνει αποσβολομένη  να τον κοίτα μην μπορώντας να κάνει βήμα.
Ένιωσε  το αίμα να φεύγει απ το σώμα της και τα πόδια της να λυγίζουν.
Σε λίγο είχε βυθιστεί στο σκοτάδι.

"Αχ!κοκόνα  μου επιτέλους άνοιξες τα πράσινα μάτια σου. Τη τρομάρα πήρα.
Αλλά πώς  είσαι ? Πώς  νιώθεις"?

"Τι έγινε,που βρίσκομαι"

"Αχού τι έπαθα τα έχασε  η  κυρά μου.
Δεν θυμάσαι τι έγινε νωρίτερα κάτω"?

Έμεινε για λίγο σκεπτική. Μετά γούρλωσε τα μάτια και κοίταξε τη γυναίκα.

"Παναγιά  μου τι έκανα. Τον χαστούκισα Μαρι,μπροστά στους φίλους του,ακόμα  και σε εκείνον τον αγριανθρωπο τον Ιαν.
Πού  είναι τώρα? Είναι καλά"?

"Αχ!τι θα κάνω με σένα μάτια μου. Δεν ξέρω αν τον μισείς ή   αν τον αγαπάς σωστά λέω?"

Η  Ρενέ  κούνησε το κεφάλι χαμηλώνοντας τα μάτια. Δεν φαινόταν άλλωστε πόσο  πολύ τον αγαπούσε?

"Πού  είναι,πρεπει να τον δω,να του ζητήσω  συγνώμη".

Έκανε να σηκωθεί αλλά η  Μαρί  την σταμάτησε.

"Άδικος κόπος μάτια μου. Έφυγε με τους άλλους,δεν έχει γυρίσει ακόμα".

"Και πόση ωρα λείπει?"

Η  φωνή της έσπασε. Τι είχε κάνει Θεέ μου και τώρα εκείνος είχε φύγει και ποιος ξέρει πού είχε πάει? Σίγουρα σε καμία  από αυτές τις κακόφημες ταβέρνες που σερβιριζόταν  κακής ποιότητας κρασί ,από γυναίκες ελεύθερων ηθών .
Της ήρθε αναγουλα και στο τσακ πρόλαβε να πάει στο δοχείο νυκτός που ευτυχώς ήταν άδειο, να κάνει εμετό.

"Κοίτα να ηρεμησεις γιατί τώρα δεν είσαι μόνη θαρρώ. Κι εκείνος θα πάει να πιει του σκασμού να ξεθυμανει και πάλι εδώ θα ρθει. Το σπίτι του είναι άλλωστε."

Πέρασε μία νύχτα κόλαση και το πρωί που ξύπνησε φυσικά δεν ήταν δίπλα της. Άραγε είχε γυρίσει ή ξημέρωσε στην αγκαλιά καμίας .....
Όχι  δεν ήθελε να σκεφτεί ότι μπορεί όλο το βράδυ να εκανε έρωτα σε μια άλλη γυναίκα.

Με δυσκολία σηκώθηκε ,έβαλε το φόρεμα στο χρώμα της λεβάντας έπιασε έναν ελαφρύ κότσο τα μαλλιά της και κατέβηκε κάτω. Το πρόσωπο της στο χρώμα της ώχρας.
Κάποια στιγμή έπρεπε να τον αντιμετωπίσει.

Δεν ήταν ούτε στην τραπεζαρία. Εκατσε να πάρει το πρωινό της γιατί η  κοιλιά της γουργούριζε έτσι που ήταν  νηστική νιώθοντας όλα τα βλέμματα πάνω της μετά τα χθεσινα της καμώματα.
Εκείνος όμως τα προκάλεσε,εκείνος ήταν που της είπε ούτε λίγο ούτε πολύ ότι δεν ήταν κυρία . Γιατί έπρεπε να νιώθει εκείνη ενοχές.
Η  γριά γυναίκα της έφερε ζεστό γάλα και  ψωμί με μέλι.
Δεν τα είχε ζητήσει το είχε κανει από μόνη της.

"Ευχαριστώ πολύ".

Η  γυναίκα την κοίταξε στοργικά.

"Τώρα πρέπει να τρως καλά".

Το είχε καταλάβει,μα πώς ? Έκανε να φύγει αλλά η  Ρενέ  τη σταμάτησε πιάνοντας την απ το μπράτσο.

"Πού  είναι,γύρισε "?

"Κοιμάται στο δωμάτιό του Ιθαν θαρρώ. Τον έφερε εκείνος ξημερώματα. Μη σκας εσύ ,θα του περάσει."

Έσφιξε το ρυτιδιασμένο χέρι της πάνω στης Ρενέ  κι έφυγε για την κουζίνα.

Δύο μέρες δεν κατάφερε όσο κι αν το επεδίωξε να τον συναντήσει. Δεν έτρωγε τις ίδιες ώρες με εκείνη και δεν κοιμόταν στο δωμάτιο του.
Δεν ήξερε καν που κοιμόταν.
Κανα δύο φορές τον είδε απ το παράθυρο του δωματίου της να φεύγει ή να γυρίζει αλλά μέχρι εκεί.

"Τι είναι κυρά μου,τι θέλεις και με κάλεσες"?

"Αυριο φεύγουμε,να ετοιμάσεις τα πράγματα σιγα σιγά Μαρί ".

"Πού  θα πάμε με τέτοιο χειμώνα και έσενα....στην κατάσταση σου,δεν πρέπει να εισαι έξω στο κρύο και τόσο μεγάλο ταξίδι θα σε κουράσει".

"Είπα θα φύγουμε αύριο . Ακόμα κι αν χρειαστεί να πάμε περπατώντας στο Λονδίνο".

Η  ξεροκεφαλια της δεν είχε προηγούμενό.
Ε! Οχι.Κι αν εκείνη δεν είχε μυαλό στο κεφάλι της, η γυναίκα κάτι έπρεπε να κανει.

"RENE"Where stories live. Discover now