Διάφοροι τρόποι διαφυγής στριφογύριζαν στο μυαλό του Gabe. Ήξερε πως έπρεπε να διατηρήσει την ψυχραιμία του. Έψαχνε να βρει κάτι να του πετάξει. Αν ήταν τυχερός, αυτό θα του παρείχε χρόνο για να φύγει. Οι συνθήκες όμως δεν τον βοηθούσαν στην προκειμένη περίπτωση. Ξάφνου, βήματα ακούστηκαν από το μονοπάτι ακριβώς πίσω του. Μια νεαρή κοπέλα, όχι μεγαλύτερη από 16, τον κοιτούσε ξαφνιασμένη με τα αμυγδαλωτά καστανά της μάτια. Τα καστανόξανθα μαλλιά της έπεφταν ατημέλητα ως τους ώμους. Το πρόσωπο της του ήταν γνώριμο.Δεν είχε ξαναδεί τόσο όμορφο πλάσμα.''Συγνώμη, έχουμε γνωριστεί??'' την ρώτησε ο Gabe. ''Όχι, δεν νομίζω...'' απάντησε εκείνη τραυλίζοντας. Κι όμως κάτι της θύμιζε. Η κοπέλα φώναξε τον λύκο να πάει κοντά της. Δεν είχε ξαναδεί άγριο ζώο να υπακούει σε διαταγές. Και τότε θυμήθηκε.
Θυμήθηκε εκείνη την ηλιόλουστη μέρα του καλοκαιριού που είχε νευριάσει με την άγνοια του πατέρα του και έτρεξε θυμωμένος στο δάσος. Η μητέρα του τους είχε μόλις παρατήσει. Και νόμιζε πως έφταιγε ο ίδιος. Ασφαλώς και ήταν στενοχωρημένος. Έβραζε από θυμό με τον εαυτό του. Έκλαιγε επί ώρες κάτω από την σκιά ενός δέντρου. Ώσπου βράδιασε και τα δάκρυα του στέγνωσαν. Είχε χαθεί. Κανείς δεν είχε βγει να τον ψάξει ακόμη. Το σκοτεινό δάσος φαινόταν τρομαχτικό και η νύχτα μεγάλη. Ήθελε να γυρίσει πίσω, να ζητήσει συγνώμη και να αγκαλιάσει τον γονιό του. Ένιωθε ανυπεράσπιστος και φοβισμένος. Τότε μέσα από τις σκιές εμφανίστηκε ένα μικρό κορίτσι. ''Τι κάνεις εδώ μόνος??Χρειάζεσαι βοήθεια??'' τον ρώτησε επιφυλακτικά. Της διηγήθηκε την ιστορία του και αυτή τον καθησύχασε. Θα τον επέστρεφε σπίτι. Ζούσε εκεί και ήξερε το δάσος. Σε όλη την διαδρομή δεν έβγαλε άχνα. Όταν πια διέκρινε τα φώτα των προαστίων, σταμάτησε και την κοίταξε.''Ευχαριστώ''της είπε. Και εκείνη του χαμογέλασε. Έκανε μεταβολή να φύγει.''Μισό, πως σε λένε?'' ''Vallerie''απάντησε εκείνη. Το περίεργο κορίτσι που τον βοήθησε εκείνη την μέρα, του κίνησε το ενδιαφέρον.Έψαξε και ρώτησε για εκείνη. Κατάφερε να μάθει για την ζωή της. Ο πατέρας του, τον έβαλε να του υποσχεθεί πως θα μείνει μακριά της γιατί ήταν επικίνδυνη. Μια υπόσχεση που αθέτησε αρκετές φορές.Και τώρα την συναντούσε και πάλι μετά από όλα αυτά τα χρόνια.
''Vallerie, δεν με θυμάσαι??Ήμασταν φίλοι''της είπε χαρούμενος. ''Όχι... Για μια στιγμή... Gabe??''.Τώρα όλα ξεκαθάριζαν. Ο Gabe, το μικρό αγόρι που πριν από χρόνια είχε βοηθήσει, στεκόταν τώρα μπροστά της. Ήταν μέχρι στιγμής το μόνο άτομο στην ζωή της που δεν την είχε φοβηθεί. Το μόνο άτομο που δεν πίστεψε τις δεισιδαιμονίες της μικρής πόλης. Ο μοναδικός πιστός φίλος που είχε αποκτήσει. Πέρασαν όμορφες στιγμές παρέα. Αλλά δεν συνεχίστηκε για πολύ. Μόλις ο πατέρας του έμαθε για τις συναντήσεις τους, τιμώρησε τον Gabe και απείλησε τον λύκο της Vallerie με την καραμπίνα του. Παρ'όλες τις προσπάθειες που κάνανε για να ξαναβρεθούν, δεν τα κατάφεραν.Χαρά και συγκίνηση ήταν τα συναισθήματα που κυριαρχούσαν τώρα ανάμεσα στους δυο παιδικούς φίλους. Η Vallerie έτρεξε με φόρα και αγκάλιασε τον Gabe. Τα στιβαρά του μπράτσα ανταπέδωσαν την αγκαλιά της. Η κοπέλα είχε να νιώσει πολύ καιρό τέτοια ασφάλεια. Ο Gabe αισθάνθηκε την κρύα του καρδιά να λιώνει, ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα για εκείνον. Δεν γνωριζόταν για πολύ καιρό, κάτι όμως τον έλκυε πάνω της. Κάτι που θα άλλαζε τον τρόπο σκέψης του και θα τον έκανε να ξανασκεφτεί την εκδίκηση του.
YOU ARE READING
Η Κατάρα του Λύκου
ParanormalΗ δεκαεξάχρονη Vallerie δεν είναι σαν τα άλλα κορίτσια. Ο κόσμος την είχε απομονώσει επειδή θεωρούσαν πως είναι επικίνδυνη. Οι γονείς της την έστειλαν στο δάσος. Εκεί, στην προσπάθεια της να προσαρμοστεί, ανακαλύπτει πως δεν είναι μόνη.