Τα γκριζωπά μαλλιά της έλαμπαν στο φως της νύχτας. Ο καθρέφτης μπροστά της, το μόνο έπιπλο που της υπενθύμιζε τα χρόνια που είχαν περάσει. Η Ollivia πέρασε όλη της την ζωή αναζητώντας την ευτυχία. Όλες τις οι σχέσεις με τους ανθρώπους προσωρινές και ασταθείς όπως ήταν, την ανάγκαζαν να μετακινείται διαρκώς χωρίς να καταφέρνει ποτέ να βρει καταφύγιο. Μόνη. Η λέξη που είχε αποτυπωθεί με ανεξίτηλο μαρκαδόρο στο μέτωπο της. Με την πάροδο των χρόνων, επιδίωκε να θάψει τα συναισθήματα που την βασάνιζαν και σχεδόν τα είχε καταφέρει. Για πολύ καιρό ήταν το ανέκφραστο κτήνος που στην προσπάθεια του να επιβιώσει σε μια σκληρή κοινωνία που έμοιαζε με ζούγκλα, ξεχνούσε να αγαπήσει.
Η Ollivia δεν είχε περάσει εύκολα παιδικά χρόνια. Με μια μάνα που είχε να αναθρέψει άλλα έξι παιδιά εκτός από εκείνην και με έναν πατέρα που πάλευε να ξεπεράσει τον αλκοολισμό, η Ollivia ήταν παραμελημένη και ξεχασμένη. Συχνά περνούσε τον χρόνο της κρυμμένη στις κουφάλες των δένδρων κοντά στον λύκο της. Όλοι την αποκαλούσαν αγρίμι και ξαφνιαζόταν με το κατοικίδιο της. Οι γονείς της αδυνατούσαν να κατανοήσουν τον δεσμό που ένωνε την κόρη τους με το άγριο ζώο και έτσι με τον καιρό ορθωνόταν ένα αδιαπέραστο τείχος μεταξύ τους. Μόνη. Δεν την φόβιζε η μοναξιά, την είχε συνηθίσει. Την τρόμαζε οτιδήποτε δεν μπορούσε να ελέγξει.
Όταν έφτασε πια στην κρίσιμη ηλικία των 18, αποφάσισε να ανοίξει τα φτερά της και να φύγει μακριά. Ήθελε να βγει εκεί έξω και να αποδείξει σε όλους τις ικανότητες της. Να κατακτήσει ωκεανούς και θάλασσες. Όμως η ζωή της επιφύλασσε άλλα σχέδια. Έπαθε αυτό που με νύχια και με δόντια απέφευγε. Ερωτεύτηκε. Τα βάσανα εξαφανίστηκαν ως δια μαγείας και πλέον όλα έμοιαζαν ονειρικά. Ο νεαρός Gabriel φαινόταν αφοσιωμένος και την αγαπούσε πραγματικά, τουλάχιστον έτσι φαινόταν. Ο έρωτας της είχε πάρει τα μυαλά και δεν σκεφτόταν λογικά. Τα λόγια που της ψιθύριζε αισθησιακά στο αυτί την συνέπαιρναν, την ταξίδευαν. Της έδινε την παραίσθηση πως ήταν μοναδική. Όμως την είχε εξαπατήσει για τα καλά. Τυφλή όπως ήταν για εκείνον, δεν έβλεπε πως τις ίδιες ακριβώς υποσχέσεις ψιθύριζε με το ίδιο πάθος και σε άλλες γυναίκες. Τον παράτησε και προσπάθησε να τον ξεχάσει αλλά κάθε μέρα που περνούσε η ζήλια της μεγάλωνε. Την είχε καταστρέψει, ραγίζοντας την καρδιά της με τον πιο άσχημο τρόπο. Σιγά σιγά έπαψε να εμπιστεύεται τους ανθρώπους και κλείστηκε στο καβούκι της. Συνειδητοποίησε πως η αγάπη ήταν αδυναμία. Έτσι αποφάσισε να πάρει την θέση της κακιάς. Πάντα στα παραμύθια που άκουγε, ο ρόλος του κακού την εντυπωσίαζε. Παρακολουθούσε με δέος τις εξελίξεις των ιστοριών πάντα με τον ίδιο ενθουσιασμό. Δεν τολμούσε να το παραδεχτεί στους γονείς της γιατί φοβόταν. Ήδη την είχαν αποτυπώσει στο μυαλό τους ως το φρικιό της οικογένειας. Το βδέλυγμα. Γιαυτό και δεν υπήρχε κανένας λόγος να τους διαψεύσει. Εκδικήθηκε τον Gabriel με τον πιο σιχαμερό τρόπο. Του στέρησε αυτό που στερήθηκε και εκείνη, την αγάπη του. Την Bella.
ESTÁS LEYENDO
Η Κατάρα του Λύκου
ParanormalΗ δεκαεξάχρονη Vallerie δεν είναι σαν τα άλλα κορίτσια. Ο κόσμος την είχε απομονώσει επειδή θεωρούσαν πως είναι επικίνδυνη. Οι γονείς της την έστειλαν στο δάσος. Εκεί, στην προσπάθεια της να προσαρμοστεί, ανακαλύπτει πως δεν είναι μόνη.