Η ξύλινη πόρτα της μικρής καλύβας έτριζε στο άνοιγμα της. Το σπίτι αυτό στο οποίο ζούσε η Vallerie άνηκε στην γιαγιά της κάποτε. Η ίδια ποτέ δεν είχε την ευκαιρία να την γνωρίσει. Οι γονείς της πάντα απέφευγαν να μιλήσουν για εκείνη. Κάθε φορά που η κοπέλα ρωτούσε για την γιαγιά της, Olivia, άλλαζαν θέμα.Υπέθετε πως δεν είχαν καλές σχέσεις. Στην αναζήτηση της για πληροφορίες κατάφερε να ξεθάψει μια παλιά φωτογραφία,από το δωμάτιο της μητέρας της. Ήταν μια κοπέλα που κρατούσε στοργικά ένα μωρό και χαμογελούσε στον φακό. Η ημερομηνία καθώς και η αφιέρωση <<Στην κόρη μου...>> βοήθησαν την Vallerie να καταλάβει πως ήταν η γιαγιά της. Είχε πάρει τα μάτια της.. Πολλές φορές έπλαθε ιστορίες για εκείνη. Θυμόταν τα παιδικά της χρόνια και φανταζόταν πως την είχε στο πλευρό της. Την φωτογραφία αυτήν την κράτησε και την αγάπησε σαν κάτι πολύτιμο.
Χάθηκε στις σκέψεις της και δεν είδε πως ο Gabe καθόταν ήδη στην πολυθρόνα πλάι στο παράθυρο. Η κοπέλα κοιτούσε το γυμνασμένο του σώμα. Το πρόσωπο του έδειχνε ταλαιπωρημένο. Το βλέμμα του διερευνούσε τον χώρο. ''Η καλύβα είναι ακριβώς όπως την θυμάμαι''παρατήρησε ο Gabe. Η αλήθεια ήταν πως η Vallerie αγαπούσε τις αλλαγές στα ελάχιστα έπιπλα που είχε. Συχνά διακοσμούσε τον χώρο ανάλογα με την διάθεση της. Μόνο η πολυθρόνα δεν άλλαζε ποτέ θέση. Παρέμενε σταθερή σε μια γωνιά όπως ήταν και εκείνη πάντα σταθερή, βλέποντας τα πάντα γύρω της να αλλάζουν. Της άρεσε να κάθεται εκεί επί ώρες και να χάνεται στις σελίδες των βιβλίων της. Ένιωθε πως ξεδίπλωνε τα φτερά της και ταξίδευε σε τόπους μακρινούς.
Ο Gabe γύρισε και την κοίταξε, οι ματιές τους διασταυρώθηκαν. Υπήρχε μια αμηχανία μεταξύ τους. ''Θα πιεις κάτι;''ρώτησε τότε εκείνη. ''Ένα ποτήρι νερό, ευχαριστώ.''απάντησε ο Gabe. Σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την κουζίνα. Είχε μόλις μπει ο Ιούνιος και η ζέστη ήταν ανυπόφορη. Έπλυνε το πρόσωπο της και επέστρεψε με το νερό. Το άφησε στο τραπεζάκι μπροστά του και κάθισε δίπλα του. Είχαν τόσα πολλά να πούνε. Μιλούσαν για αρκετή ώρα, ρωτώντας ο ένας για την ζωή του άλλου. Πολλές αναμνήσεις στριφογύριζαν στο μυαλό του καθενός. ''Λυπάμαι που χαθήκαμε Vallerie...'' της είπε λυπημένος ο Gabe. Η κοπέλα τον είχε βοηθήσει σε μια δύσκολη χρονική περίοδο, όταν έπρεπε να προσαρμοστεί μετά τον χωρισμό των δικών του. Τότε ήταν που χρειαζόταν στην ζωή του έναν καλό φίλο περισσότερο από ποτέ . Και η Vallerie ήταν εκεί για εκείνον. Ήταν κρίμα να χωριστούν έτσι. ''Συγνώμη για ότι έγινε...''της είπε. ''Δεν πειράζει, Gabe. Το καλό είναι ότι είμαστε μαζί τώρα.''απάντησε το κορίτσι. Δεν είχε σημασία πια. Ότι έγινε άνηκε στο παρελθόν. Η φιλία τους θα συνεχιζόταν, τώρα που τίποτα δεν τους στεκόταν εμπόδιο.
YOU ARE READING
Η Κατάρα του Λύκου
ParanormalΗ δεκαεξάχρονη Vallerie δεν είναι σαν τα άλλα κορίτσια. Ο κόσμος την είχε απομονώσει επειδή θεωρούσαν πως είναι επικίνδυνη. Οι γονείς της την έστειλαν στο δάσος. Εκεί, στην προσπάθεια της να προσαρμοστεί, ανακαλύπτει πως δεν είναι μόνη.