Η οικογένεια

309 47 8
                                    

Το λευκό επιβλητικό κτήριο που υψωνόταν μπροστά της, της έκοβε την ανάσα. Μετά από μισή ώρα διαδρομής, ο Jason και η Vallerie έφτασαν στον προορισμό τους. Ήταν δύσκολο να την πείσει να ακολουθήσει έναν ξένο που ισχυριζόταν πως ήξερε την γιαγιά της, αλλά τελικά τα κατάφερε. Ίσως επειδή την ενδιέφερε να μάθει τον λόγο που οι γονείς της της έκρυβαν την ύπαρξη της. Τι όφελος είχαν από αυτό;; Μήπως προσπαθούσαν να την προστατέψουν από κάτι;

Ο Jason χτύπησε την μεγάλη γαλάζια πόρτα και περίμενε. Το άγχος κατέκλυζε την κοπέλα που είχε μείνει ακίνητη σαν στήλη άλατος. Η πόρτα άνοιξε και μια κυρία εμφανίστηκε στο κατώφλι. Τα γκριζωπά μαλλιά της ήταν κομμένα κοντά. Τα καστανά της μάτια γεμάτα ρυτίδες, κοιτούσαν το κορίτσι έντονα από την κορυφή ως τα νύχια. Φορούσε ένα μπλε ταγέρ με λευκές γόβες που ολοκλήρωναν τέλεια το λουκ. Άσπρες πέρλες διακοσμούσαν τον λαιμό της. Ενέπνεε έναν σεβασμό και μια εξουσία που δεν μπορούσε να κατανοήσει. Δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει την γιαγιά της καθώς η μόνη φωτογραφία που είχε από εκείνη ήταν παλιά και θολή, όμως όταν χαμογέλασε και τα δάκρυα κύλισαν, όλα ξεκαθάρισαν. ''Περάστε'' είπε. Από τον τόνο της φωνής της καταλάβαινε πως ήταν περισσότερο διαταγή,παρά παράκληση. Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν ακόμη πιο εντυπωσιακό απ ότι το έξω. Πέτρινα αγάλματα και γλάστρες με λουλούδια στόλιζαν κάθε γωνιά του χώρου. Δίπλα στην γιαγιά της στεκόταν ένας ψηλόλιγνος γκρι λύκος με μελί μάτια. Μια θεόρατη μαρμάρινη σκάλα οδηγούσε στα πάνω δωμάτια. Κατευθύνθηκαν στο, διπλάσιο σε έκταση από το χολ, σαλόνι με τους γωνιακούς καναπέδες και τα κρεμαστά φωτιστικά που έδιναν μια ζεστασιά στον χώρο.

Αφού βολεύτηκαν και οι τρεις στους καναπέδες, η Ollivia ξεκίνησε να μιλάει. ''Πέρασα δύσκολες εποχές Vallerie. Εποχές που ήμουν εντελώς μόνη και αβοήθητη. Και δεν θέλω να νιώσεις το ίδιο. Οι γονείς σου δεν μπορούν να καταλάβουν την αξία σου. Δεν γνωρίζουν πόσο σημαντική είσαι, αλλά εγώ το βλέπω. Ζήσε μαζί μας. Δώσε μου την ευκαιρία να σε προστατεύσω, να σε βοηθήσω να αναγνωρίσεις την δύναμη που πηγάζει μέσα σου. Είσαι εξάλλου η εγγονή μου και θέλω να σου δείξω την αγάπη μου για σένα. Εξαιτίας της οικογένειας σου, δεν μπόρεσα να σταθώ στο πλευρό σου και αυτό με στεναχωρεί πολύ...'' Η κοπέλα παρέμεινε σιωπηλή. Όλα αυτά τα νέα την είχαν κουράσει και δεν ήξερε πως να ανταποκριθεί. Όμως η γιαγιά της είχε δίκιο. Κανείς από την οικογένεια της δεν της έδειξε αγάπη. Και αυτό επιβεβαιωνόταν με την εξορία της στο δάσος. Έπρεπε να πάρει μια απόφαση σύντομα αν ήθελε να αλλάξει την ζωή της. ''Χαίρομαι πολύ γιαυτό κ.Ollivia. Χρόνια τώρα επιθυμούσα κάποιον να μου συμπαραστέκεται. Αλλά τις περισσότερες φορές ήμουν άτυχη. Ούτε το ίδιο μου το αίμα ενδιαφέρθηκε ποτέ. Με έδιωξαν χωρίς καθόλου τύψεις. Σας ευχαριστώ''απάντησε δίχως να καταφέρει να συγκρατήσει τα δάκρυά της . Η Ollivia την πλησίασε και την αγκάλιασε. ''Δεν χρειάζεται να κλαις άλλο. Οι δυσκολίες πέρασαν. Είμαι εγώ εδώ για σένα, πίστεψε με. Κανείς δεν πρόκειται να σε πειράξει.'' αποκρίθηκε η γιαγιά της με καθησυχαστικό τόνο. Το βλέμμα της ήταν σίγουρο και της έδινε ελπίδες. ''Πρέπει να είσαι κουρασμένη. Άφησε τον Jason να σε συνοδεύσει στο δωμάτιο που σου έχω φυλάξει.'' Μετά από πολλά ευχαριστώ, η Vallerie ακολούθησε το αγόρι επάνω. Την οδήγησε σε ένα ευρύχωρο δωμάτιο με δίκλινο κρεβάτι και παράθυρο που έπιανε όλο τον τοίχο. Την καληνύχτισε και έμεινε επιτέλους μόνη. Αφού εξερεύνησε τον χώρο, ξάπλωσε εξαντλημένη. Σκεφτόταν την γιαγιά της. Τον Gabe. Μέσα σε μια μέρα απέκτησε άτομα που μπορούσε να εμπιστευτεί. Έκλεισε τα μάτια της και προσπάθησε να κοιμηθεί. Δεν άργησε να την πάρει ο ύπνος.

Η Κατάρα του ΛύκουWhere stories live. Discover now