X

526 39 5
                                    

________________________

Ο Derek είχε χαθεί στις σκέψεις του.
Ναι, περίμενε όσο τίποτα να επιστρέψει η Ellen. Άπειρες ήταν οι φορές που την έψαχνε δίχως να το παραδεχτεί σε κανέναν. Ούτε καν στον εαυτό του. Τον τελευταίο μήνα, τον έπνιγε η μιζέρια κι η λύπη. Ένιωθε πως κάτι δεν κυλούσε ομαλά. Το υποσυνείδητό του, φώναζε, πήγαινε βρες τη. Εκείνη όμως δεν ήθελε κι έτσι ούτε ο ιδίως έδωσε συνέχεια. Περίμενε να βρεθεί από μόνη της. Είχε δώσει τέτοια παραδείγματα στο παρελθόν.

Βλέποντας τη σ' αυτή την κατάσταση λόγω της δύναμης και της μοναχικότητάς της, ο
εγωισμός του υποχώρησε, προσπάθησε να δώσει τόπο στην οργή και να την συγχωρέσει. Εξάλλου, η Ellen είχε λόγο να γυρίσει πίσω. Είχαν και οι δύο την ανάγκη να δουν ο ένας τον άλλον. Οι διαφωνίες που είχαν μεταξύ τους ήταν απλά ένα μέρος του θυμού του Derek και οι μπερδεμένες σκέψεις της Ellen. Αυτοί οι δύο, έπρεπε να είναι μαζί. Από πάντα. Με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο, θα ήταν. Τους ένωναν τα πάντα.

Οι σκέψεις του έσκασαν σαν μπαλόνι όταν η Μελίσσα του επέτρεψε την είσοδο να μπει στο δωμάτιο που μόλις μεταφέρθηκε η Έλεν. Χωρίς εξαρτήματα που να την κρατούν στη ζωή, παρά μόνο την φιάλη του οξυγόνου, το καρδιογράφημα και το οξύμετρο. Ο Ντέρεκ, την πλησίαζε δειλά, κοιτούσε προσηλωμένος το σώμα της προσπαθώντας να βρει σημάδια από την φωτιά, εγκαύματα ή ακόμα από την Κέιτ. Η επούλωση της ήταν αργή.

Αυτή η γυναίκα είναι ψυχοπαθής. Σκέφτηκε.

Της χαϊδεψε το χέρι της τρυφερά και προσεχτικά, έσκυψε και την φίλησε στο χτυπημένο της μέτωπο. Έκατσε δίπλα της ανυπομονώντας να ξυπνήσει και να την δει. Το χέρι του ακούμπησε το δικό της, παίρνοντας λίγο από τον πόνο που την διακατείχε. Ο Ντέρεκ, ήλπιζε σε μια πιο ταχεία επούλωση.

[...]

Είχε ηδη ξημερώσει κι η Έλεν ακόμα κοιμόταν όπως και ο Ντέρεκ, που τελικά δεν κρατήθηκε ξύπνιος. Άνοιξε γαλήνια τα μάτια της αντικρίζοντας δίπλα της αυτόν που δεν περίμενε πως θα έβλεπε. Η ματιά της χαμήλωσε και είδε το χέρι του περασμένο σφικτά γύρω απο το δικό της.
Κοιμόταν τόσο ήσυχα, η Έλεν δεν ήθελε να τον ξυπνήσει αλλά και να ήθελα δεν μπορούσε γιατί συνέχιζε να νιώθει πόνο στις πληγές της. Πονούσε, αλλά δεν ένιωθε να υποφέρει από μερικά ελαφρά εγκαύματα και από την αιμορραγία. Είχε σταματήσει από χτες. Εκείνη τη στιγμή, δρούσε η διαδικασία επούλωσης.

Κοιτούσε το δωμάτιο και προσπάθησε να προσαρμοστεί στον μονόχρωμο χώρο του νοσοκομείου. Κοίταξε το μηχάνημα που εξέταζε τους παλμούς της κι αμέσως θυμήθηκε πως προσπάθησε ν' αποβάλει το έμβρυο από μέσα της. Η λογική της επανήλθε αλλά ήταν ήδη αργά. Δεν ένιωθε άνετα με την επιλογή της αλλά ούτε κι ανακουφισμένη. Στην προσπάθεια της να τεντώσει τ' άκρα της, ο Ντέρεκ αντιλήφθηκε την κίνηση της κι άνοιξε τα μάτια του. Την είδε να 'χει το βλέμμα της καρφωμένο πάνω του. Εκείνος εφερε πιο κοντά την καρέκλα και φίλησε το χέρι της, ήταν έτοιμος να της μιλήσει μετά από πολλές προσπάθειες να της πάρει όλο τον πόνο.

Η Έλξη [TW au] ΥΠΟ ΔΙΟΡΘΩΣΗМесто, где живут истории. Откройте их для себя