Με μια ανοσία προς τα συναισθήματα κυλούν οι μέρες
Βίαια τα έπνιξε η οργή μέσα στα άγρια χέρια της.
Μια τίμια συμφωνία εκανα με την μοναξιά
παλεύοντας για μια θέση στον ήλιο,
κάνεις να μη κλονίσει τη γαλήνη μου!
Ανίκανη να αγαπηθω,
ανίκανη να αγαπησω.
Καταραμένη και ευλογημένη την ίδια στιγμή.
Στη γη που όλοι θρηνούν για τη ματωμένη τύχη τους,
η καρδιά μου έγινε τόσο σκληρη που με τρομάζει.
Ενω η πλάση ποτάμια γεμίζει με τη θλίψη της,
Εγώ δεν έχω πια ουτε ενα δάκρυ την έρημη γη μου να ποτισω.
Η δυναμη μου με λυτρώνει απο τη ντροπή της παραίτησης,
έτσι με το πιο φωτεινό χαμόγελο πορευομαι στο παράδοξο του κόσμου.
Με ένα σακί γεμάτο αναμνήσεις και όνειρα απατηλά
χορεύω στην αγκαλιά του ζοφερου μου εραστή.
Οταν κοιτάζω το είδωλο μου γνωρίζω εξαιρετικά το προσωπο απέναντι,
η μοναξιά μου έδωσε αυτό το χάρισμα
για αυτό παντοτε την έχω στο πλευρό μου.