Κεφαλαιο 6ο

240 15 0
                                    

Ενα χερι με ακουμπαει και νιωθω το κρυο αγγιγμα του στο χερι μου.
- Ελα ελα σηκω, θα αργησουμε!
Δεν ειχαμε να παμε καπου και αυτο με αναστατωσε.
- Μα καλα που παμε τετοια ωρα;
Ανασυκωνω το κεφαλι μου, βλεπω την ωρα. 5:30. Μα καλα. Τρελος ειναι;
- Θα δεις.

Μετα απο λιγη ωρα αφου τρωμε γρηγορα και μπαινουμε στο αμαξι φτανουμε στο μερος που ηθελε να με παει. Μου ειχε κλεισει τα ματια με ενα μαντιλι, κοκκινο θαμπο και δεν μπορουσα να δω απολυτως τιποτα.

- Ενταξη.
Λεει και με μια κινηση μου βγαζει το μαντιλι απο τα ματια. Η εκφραση μου ειναι συγγλονιστικη. Το τοπιο ειναι τοσο ξεχωριστο. Ημασταν στο πιο ψηλο βουνο της πολης. Η θεα ειναι εκθαμβοτικη και το κρυο γδερνει το δερμα μου με  απαλες κινησεις. Νιωθω ελευθερη και ανακουφισμενη. Λιγα βηματα μπροστα και ο γκρεμος σου περνει την ανασα. Δεντρα κληνουν μπροστα την θεα σαν κορνιζα αφηνοντας μονο να δεις το κεντρο της πολης. Το μερος ειναι σκιερο, με πολλυ πρασινο και ηρεμο. Μια ατμοσφαιρα γαλινης μας κατακλειει και η ανατολη του ηλιου ειναι το κεντρικο θεαμα μας.
- Ειναι υπεροχο. Εισαι υπεροχος.
Ποτε ξανα κανεις δεν σηκωθηκε τοσο νωρις για εμενα μονο και μονο για να με παει σε ενα τοσο  απιστευτο μερος. Ενιωθα γαληνια.
- Εδω ειναι η διεξοδος μου.
Μου λεει...
- Εδω μπορω να σκεφτομαι χωρις οριο. Να κανω σχεδια για το μελλον και να συγγρατω τα ονειρα μου και τις ελπιδες μου. Ξες Φαιη... Οι ανθρωποι ειναι αχαριστοι. Εχουν ενα τοσο ξεχωριστο μερος και προτιμουν να κατσουν στα σπιτια τους βλεποντας σοου της τηλεωρασης και ανουσιες ταινιες χωρις νοημα. Το νοημα βρισκεται εδω.

Και κραταει με το χερι του την καρδια μου. Και μεταφορικα και κυριολεκτικα. Φενεται τοσο ηρεμος. Τα γαλανα του ματια αντανακλουν στις ντροπαλες ακτινες του ηλιου που σιγα σιγα με την σειρα του θα κλειψει την θεση του φεγγαριου. Με κοιταει καταματα , παλι, και σκεφτομαι πως αυτος ο ανθρωπος ηταν ξεχωριστος. Ξεχωριζε μεσα σε ενα τοσο μεγαλο πληθως συνηθισμενων ανθρωπων. Με εκανε να νιωθω ευχαριστηση.
- Ας κατσουμε.
Βαζω την ζακετα μου κατω και καθομαστε στο μαλακο και υγρο χωμα. Τα δεντρα πεφτουν πανω στο ομορφο τοπιο διμιουργοντας μια σκια. Η πολη ηχιρη με μια βαβουρα.
- Πως βρηκες αυτο το μερος;
- Οταν εδω εμενε παλια ο θειος μου με εφερνε εδω. Καθομασταν με τις ωρες και ξεχνουσαμε την ενοια του χρονου. Με τον θειο μου ηταν μαγικα. Ηταν ο πατερας μου. Μετα τον θανατο των γονιων μου μου σταθηκε , μου χαμογελασε και με βοηθησε να ερθω στα ποδια μου. Τωρα παει και αυτος. Ετσι ειμαι μονος με την θεια μου.
- Η μητερα σου;
Τον κοιταω λυπημενη μη γνωριζοντας πολλα για αυτον.
- Η μητερα μου μας εγγατεληψε οταν ημουν πεντε. Βλεπεις, ημουν ενα απλο ατυχημα για αυτην.
Λεει και χαμογελαει ειρωνικα.
- Οοο Αλεξανδρε δεν θελω να σκεφτεσαι ετσι. Εισαι υπεροχος.
Προσπαθω να τον καθησηχασω πιανοε το χερι του. Ενα μικρο χαμογελο εμφανιζεται στα χειλη του.
- Ασε με εμενα. Εσυ; Πες μου για εσενα Φαιη. Θελω να μαθω κιαλα για εσενα.
- Εγω... Δεν εχω κια μια τοσο ενδοξη ιστορια. Οι γονεις μου και η αδερφη μου σκοτωθηκαν και δυστιχημα πριν τεσερα χρονια... Απο τοτε μενω με την θεια μου και τον θειο μου. Τουε νιωθω πολυ κοντα μου, παρολο που τους ειμαι βαρος οπωε θα ελεγε ο πατερας μου. Η αδερδη μου ηταν τοσο καλη.

Λεω και με μιας ενα δακρυ κυλαει.

- Δεν ξερω γιατι μου το εκανε αυτο ο Θεος. Δεν εκανα κατι κακο. Γιατι μου τους πηρε; Γιατι με κανει τοσο χαλια; Γιατι δεν ημουν εγω στην θεση τους;
- Μην σε ξανακουσω να λες τετοια πραγματα. Ο Θεος κανει πολλα για να συμπερανει πραγματα για εμας. Καποιον λογο ειχε. Τωρα παμε επιασε ψυχρα.

Μου λεει και φευγουμε...

Don't mess with her Where stories live. Discover now