Κεφάλαιο 1

2.1K 175 10
                                    

Κεφάλαιο 1ο

Η φωνή της με βγάζει από τον γαλήνιο ύπνο μου, αναγκάζοντάς με να σηκωθώ παραπατώντας από το κρεβάτι για να δω τι συμβαίνει. Τρίβω τα μάτια μου και ψηλαφίζω με το χέρι μου τον τοίχο για να βρω τον διακόπτη που ανοίγει το φως. Αμέσως στο δωμάτιο απλώνεται ένα κατάλευκο πέπλο φωτός που με τυφλώνει. Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρά μου και όταν πια τα μάτια μου έχουν συνηθίσει στην έντονη λάμψη, ψάχνω να βρω τη ρόμπα μου.

   Βγαίνω απ’ το δωμάτιο και ακροπατώντας, κατευθύνομαι προς το υπνοδωμάτιο των γονιών μου. Σταματώντας έξω από την πόρτα τους, ακούω ένα έντονο μουρμουρητό, το οποίο στη συνέχεια παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις. Η μαμά φωνάζει, φωνάζει στον μπαμπά. Θέλω να ακούσω περισσότερα, ωστόσο δεν μπορώ να εισβάλλω μέσα και να απαιτήσω να μάθω κάτι που προφανώς δεν με αφορά. Ή ίσως και να με αφορά…αλλά και πάλι δεν θέλω να ανακατευτώ. Όταν έρθει η στιγμή θα με ενημερώσουν.

    Κάνω να απομακρυνθώ, όταν η φωνή της μητέρας μου ακούγεται δυνατότερα, με αποτέλεσμα να μην μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να κρυφακούσω. Γέρνω πάνω στην πόρτα και αφουγκράζομαι.

    «…φύγει, Τριστάνο! Κινδυνεύει και δεν πρόκειται να αφήσω αυτή την τρελή να την πειράξει!». Είναι θυμωμένη και η φωνή της προσδίδει ένα αίσθημα απόγνωσης και φόβου. Στεναχωριέμαι όταν την ακούω έτσι.

    «Τι μου ζητάς να κάνω δηλαδή; Να την φυγαδεύσω; Πάλι; Καρίνα, δεν πρόκειται να την αφήσω να φύγει ξανά και ιδίως για ένα τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα!». Ξεροκαταπίνω και πισωπατώ. Δεν θέλω να ακούσω. Όχι…δεν θέλω.

    Τρέχω γραμμή προς το δωμάτιο μου και κλείνομαι μέσα. Πέφτω στο κρεβάτι και αρχίζω να χτυπάω με δύναμη το μαξιλάρι. Μιλούσαν για μένα, θέλουν να με διώξουν…πάλι. Δάκρυα αναβλύζουν στα μάτια μου και κάνω τα πάντα για να τα σβήσω, αλλά εκείνα με τρομερή επιμονή, καταφέρνουν να παραμένουν στη θέση τους. Έχω ελάχιστες αναμνήσεις των παιδικών μου χρόνων κι αυτές είναι διάσπαρτες, σαν έναν σωρό πεσμένων φύλλων που φύσηξε ο άνεμος και διασκορπίστηκαν. Το μόνο που ξέρω με σιγουριά είναι πως ζούσα σαν κυνηγημένη, μακριά από τους πολυαγαπημένους μου γονείς και τη ζεστασιά του σπιτιού μας. Η μοναδική ανάμνηση που θυμάμαι ξεκάθαρα, είναι η αποχώριση μου από το σπίτι μου, από το στοιχείο μου. Δεν θέλω να το ξαναζήσω…

   Βάζω το μαξιλάρι πίσω στη θέση του και κάθομαι στην πολυθρόνα πλάι στο παράθυρο, που έχει θέα τη γαλάζια θάλασσα. Σωριάζομαι πάνω της και αφήνομαι σε ένα χαλαρωτικό κλάμα, ώσπου με παίρνει ο ύπνος.

Τα Τέσσερα Στοιχεία 2: ΈμιλυDonde viven las historias. Descúbrelo ahora