Κεφάλαιο 4.

103 10 7
                                    

        Μεγάλη μου βλακεία που θυμήθηκα τον Δημήτρη. Του είχα υποσχεθεί πως δεν θα στεναχωριέμαι μιας και αυτός θεωρούσε τυχερό τον εαυτό του που πέθαινε. 'Ο κόσμος είναι κακός Ελ. Κανένας δεν χαίρεται με την χαρά σου. Όλοι ζηλεύουν τα πάντα και καθημερινά επικρατεί ένας εμφύλιος. Γιατί να υπάρχουν διακρίσεις; Γιατί να υπάρχουν εθνικότητες και σύνορα; Όλοι πάνω σε αυτό τον πλανήτη ζούμε. Γιατί να θεωρούμε ξένο κάποιον που έρχεται από αλλού; Δεν είναι πως ήρθε από άλλο πλανήτη. Η γη δόθηκε σε όλους για τον ίδιο λόγο, να την προσέχουμε και να την εξελίσσουμε. Όχι να την χωρίζουμε και να την εξουσιάζουμε. Δεν θέλω να ζω καθόλου σε ένα τέτοιο κόσμο.'

   Ο ήχος της ταλαιπωρημένης του φωνής αντηχεί στα αυτιά μου. Μου λείπει τόσο πολύ.
'Έεεεελ;' το χέρι του Κρις κουνιέται μπροστά από το πρόσωπο μου. Δεν αντιστέκομαι και πέφτω αμέσως κάτω. Ανοίγω τα μάτια μου και το μόνο που καταλαβαίνω είναι πως κύλισα πάλι, δεν κράτησα τα αισθήματα μου, και τώρα είμαι εδώ στο ίδιο δωμάτιο που ήμουν την πρώτη μέρα που πάτησα το πόδι μου εδώ.
'Έλ πρέπει να σου αυξήσω την δόση του Seroxat'*.
Το μόνο που καταφέρνω να πω είναι 'Ναι'. Σηκώνομαι από το άβολο κρεβάτι και κοιτάζω από το παράθυρο τον Κρις να παρακολουθεί το σκηνικό στο χώρο που βρίσκομαι. Ντρέπομαι τόσο που χρειάστηκε να το δει αυτό.
'Καλό παιδί. Όμορφη ψυχή, τρομερά βασανισμένη' μου λέει όσο πιο αθόρυβα και γλυκά μπορεί η γιατρός μου. Ανασηκώνω τους ώμους μου και βγαίνω από το δωμάτιο. Πλησιάζω μια καρέκλα και κάθομαι προσεκτικά.
'Έλ είσαι εντάξει; Δεν ήξερα τι να κάνω. Με τρόμαξες για τα καλά' ακούω την μοναδική φωνή που περίμενα να ακούσω.
'Είμαι εντάξει. Με συγχωρείς που έπρεπε να το δεις αυτό.' Κάνω μια κίνηση με τα χέρια μου αναδεικνύοντας το σώμα μου και εκείνος με κοιτάζει θυμωμένα και παράξενα ταυτόχρονα.
'Μαλακίες.' Φεύγει και ούτε που προλαβαίνω να τον ρωτήσω αν εκείνος είναι καλά.

    Στο μυαλό μου παίζει το βίντεο, τότε που ένα άγνωστό παιδί στο σχολείο μου κλώτσησε την κοιλιά λέγοντας μου πως θέλει να χάσω το παιδί που έχω μέσα μου. Έσπασα εκείνη την μέρα. Ήταν η πρώτη φορά που πήρα χάπια. Δυστυχώς όμως η μητέρα μου με πρόλαβε. Ένα χρόνο αργότερα ήμουν μόλις 9 όταν πήρα το ψαλίδι και χάραξα τις φλέβες μου. Εκείνη την μέρα με βρήκε ξανά η μητέρα μου λιπόθυμη στο μπάνιο. Γελάω με τα χάλια μου. Ούτε ο Θεός δεν με θέλει κοντά του. Η μάλλον ο Δημήτρης δεν τον αφήνει να με πάρει.

                                            __________________________________

     Ξυπνάω από τον χτύπο της πόρτας.
'Τι ώρα είναι;' μουρμουρίζω στον εαυτό μου αφού ξέρω πως η Κάτια θα περάσει το Σαββατοκύριακο με τους γονείς της. Ανοίγει και βλέπω τον Κρις. Προσπαθώ να συγκρατήσω το χαμόγελο μου για να το παίξω θυμωμένη που με άφησε.
'Δεν είχα ύπνο' λέει ενώ ήδη έχει μπει και κλείσει την πόρτα πίσω του 'Όχι πως έχω ποτέ' συμπληρώνει. 'Και τι θες εδώ;' λέω όσο πιο σοβαρά μπορώ και τραβάω το σεντόνι πιο ψηλά ώστε να κρύψω τα αρκουδάκια της μπλούζας μου.
'Είσαι καλή παρέα. Δεν μιλάς πολύ, ούτε ρωτάς πολλά πολλά'. Ξεφυσάω και ρίχνω το βλέμμα μου αλλού χωρίς να του δώσω μια απάντηση.
'Έλα μαζί μου' ψιθυρίζει ενώ το χέρι του εμφανίζεται ξαφνικά μπροστά μου. Χωρίς δεύτερη σκέψη πιάνω το χέρι του και τον ακολουθώ μέχρι την ταράτσα του κτηρίου. Ήξερα πως έχει ωραία θέα αλλά όσα χρόνια είμαι εδώ δεν επιχείρησα ποτέ να ανέβω. Εκείνος κάθεται κάτω και βγάζει από την τσέπη του ένα πακέτο τσιγάρα.
'Θες;' με ρωτάει αδιάφορα. Κουνάω το κεφάλι μου αρνητικά.
'Δεν καπνίζω' γελάω ελάχιστα και κάθομαι δίπλα του.

            Οι ώρες περνάνε χωρίς να μιλάμε. Που και που ξεφυσάμε αλλά είναι πολύ όμορφα για να χαλάσω την στιγμή με την γκρίνια μου.

* Seroxat: Αντικαταθλιπτικό χάπι.

Τα σημάδια στο σώμα μου...Donde viven las historias. Descúbrelo ahora