Ζοζεφίν: -Περίμενε με σε παρακαλώ, είπα κλαψουρίζοντας.
Μιχάλης: -Πρέπει να φύγω από την ζωή σου δεν το καταλαβαίνεις; μόνο προβλήματα σου προκαλώ.
Ζοζεφίν: -Γαμώτο σε σκέφτομαι συνέχεια δεν το καταλαβαίνεις; Ποτέ δεν σε ξέχασα μείνε σε παρακαλώ...
Μιχάλης: -Αντίο Ζοζεφίν.
[...]
Άνοιξα τα μάτια μου ουρλιάζοντας και άρχιζα να κλαίω, δεν το πιστεύω όχι πάλι, δεν αντέχω αυτούς τους εφιάλτες. Τι ψύχωση έχω πάθει με αυτό το άτομο; Ίσως μου λείπουν αυτά τα υπέροχα του μάτια και η μελωδική του φωνή. Όσο σκεφτόμουν άρχιζα να παρατηρώ το δωμάτιο. Μα αυτό δεν είναι το δικό ΜΟΥ δωμάτιο. Σηκώθηκα απότομα και προπάντων κοίταξα αν φοράω ρούχα. Ουφ πάλι καλά, βέβαια φοράω μία φαρδιά μπλούζα άσπρη και μία γκρι φόρμα. Δεν ξέρω ποιανού είναι και που είμαι. Παρατήρησα ένα χαρτάκι δίπλα από το κομοδίνο.
<<Έχει πρωινό στο τραπέζι, μέχρι τις 2:00 να έχεις φύγει.>>
Μα τι καλό μοσχάρι! Πάντως πάσχει από τρόπους και συμπεριφορά ίσως επειδή είναι διανοητικά καθυστερημένος. Αντί να έρθει να με γνωρίσει γιατί εγώ τον άγνωστο δεν τον ξέρω προτίμησε μέχρι τις 2:00 να έχω φύγει το ζώον.
Δεν ήθελα να γίνει θέμα, είχα φύγει από τις 1:00. Καθώς βγήκα από την πολυκατοικία για καλή μου τύχη βλέπω την πολυκατοικία μου. Και ποιος θα το φανταζόταν ο αγενής άγνωστος θα είναι και γείτονας. Άρχιζα να σκέφτομαι όλους τους πιθανούς γείτονες, δεν τους ήξερα τους περισσότερους και μου φαίνεται λογικό. Σαν καθυστερημένο και περίεργο άρχιζα να παρακολουθώ την απέναντι πολυκατοικία μέχρι κάποιος να μπει. Θυμάμαι μόνο τα καταγάλανα μάτια του άγνωστου, μου θύμιζε κάποιον τον οποίο δεν ήθελα να δω. Ήθελα να τον ξεχάσω αλλά δεν ξεχνιόνται εύκολα τέτοια μάτια. Καθόμουν εδώ και μία ώρα περιμένοντας, ήταν 2:15 είχα ήδη κουραστεί. Μα όταν ήμουν έτοιμη να εγκαταλείψω το σχέδιο μου τα μάτια μου συναντάνε έναν καστανόξανθο ψηλό άντρα. Μα... αυτή η φυσιογνωμία τόσο γνωστή και παράλληλα ελκυστική. Δεν μπορώ να το πιστέψω πως είναι εδώ, τόσο όμορφος, σέξυ με το μαύρο κοντομάνικο μπλουζάκι του. Γιατί να είναι στην Θεσσαλονίκη και το κυριότερο απέναντι από το δικό μου διαμέρισμα.
Άρχιζα να θυμάμαι όλα αυτά που μου είχε πει στο νοσοκομείο και χωρίς να το καταλάβω τα δάκρυα έφευγαν ανεξέλεγκτα. Δεν μπορούσα να τα συγκρατήσω, πάσχιζα να κρατήσω την θλίψη μου βαθιά στην καρδιά μου, εκεί που ήταν κλειδωμένη εδώ και ενάμιση χρόνο. Ανέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά, δεν ήθελα κανείς να με δει σε αυτή την κατάσταση. Μπήκα μέσα στο σπίτι και η μαμά ήρθε με γρήγορους βηματισμούς.
YOU ARE READING
Lost on you
Teen FictionΖοζεφίν: -Για εκείνους τους έρωτες που πιστέψαμε πως ήταν διαφορετικοί. Για εκείνους που χάθηκαν ξαφνικά ένα βράδυ σαν δειλοί κλέφτες. Στην υγειά τους! Κώνα: -Ζοζεφίν σταμάτα πια να πίνεις! ΤΕΛΟΣ, το παράκανες, φεύγουμε! Αλεξάνδρα: Ωχ κορίτσια κοιτά...