Κεφάλαιο 9.

214 18 35
                                    


14 ημέρες πριν την εξαφάνιση.

Ντέιβιντ

Επιτέλους λίγος κρύος αέρας διαπέρασε το πρόσωπο μου. Διώχνω τον ιδρώτα από το μέτωπό μου όμως shit.. είχα χώμα στα χέρια μου. Δεν πάει στο διάτανο; Ποιος θα με δει;

"Ντέιβιντ, γιε μου;" ακούω την σπαστική φωνή της σπιτονοικοκυράς που φτιάχνω τον κήπο.

"Παρακαλώ!" απαντάω με ευγένεια. Απορώ με τόση κούραση που έχω φάει, πως δεν έχω αρχίσει να διάολο στέλνω κόσμο.

"Αγόρι μου, δουλεύεις τόσες ώρες! Έλα να πλύνεις τα χέρια σου να φας μια μπουκιά φαγακι, θα μας ρεψεις βρε αγόρι μου!" λέει με μια γλύκα στη φωνής που μου έρχεται να ξερασω.

Ρε φίλε, δεν λέω! Πολλή καλή οικογένεια είναι, πολλή δοτικοί σαν άνθρωποι -αν αναλογιστεί κανείς το ποσό που μου δίνουν- άλλα τόσα 'γιε μου', τόσα 'γλυκέ μου', τόσα 'αγόρι μου' μέσα σε ένα μεσημέρι δεν έχω ξανά ακούσει. Και το χειρότερο; Ο κήπος για να φτιαχτεί θέλει τουλάχιστον άλλους δυό μήνες. Να πω και το χείριστο; Θέλουν να βάψουν του εσωτερικούς και τους εξωτερικούς τοίχους του σπιτιού! Με λίγα λόγια η κυρά Σαμάνθα μπορεί να με υιοθετήσει κιόλας.

"Έρχομαι κύρια Σαμάνθα, να βγάλω κάτι αγριόχορτα από την εποχή του Νώε και έρχομαι" την ακούω να γελάει και πάει μέσα. Αρπάζω την μεγάλη ανακυκλώσιμη μαύρη σακούλα και πετάω μέσα ότι παλιό φυτό, χόρτα, κατουρημένο ψεύτικο γρασίδι βλέπω.

Κλαδευω κάτι μεγάλα φυτά που εξέχουν τα κλαδιά του γιατί με έχουν κατά γρατζουνησει και τα μαζεύω με τα χέρια από το χώμα κάτω.

Να λέμε και του στρατού το δίκιο, έχω μια μικρή αγωνία να δω τον κηπο τελειωμένο. Είναι ένας πολύ μεγάλος χώρος, αρκετός για φιλοξενήσει κάνεις καμιά τριανταριά άτομα όπως κάνουν οι πλούσιοι εδώ, με πολύ υψηλό φράχτη. Είναι κάπου στο ύψος μου πάνω κάτω αλλά είναι σκουριασμένος και σε κάποια σημεία θέλει επισκευή. Να το κάνω και αυτό και... τσουπ, πιο πολλά λεφτακια στην άδεια μου -προς το παρον- τσέπη.

Εδώ και κάποιες μέρες που δουλεύω στον κήπο και έχω μαζέψει τα πιο πολλά, ευτυχώς μπορώ να δουλέψω πιο άνετα. Ακούω την Σαμάνθα να πηγαινοέρχεται αλλά δεν δίνω σημασία. Σηκώνομαι απότομα και πέφτω πάνω σε ένα τραπεζάκι γυάλινο, που ειλικρινά σας λέω δεν το είχα δει άλλη φορά μπροστά μου. Αφήνει με μια τέσσερις καρέκλες με μιας κάτω ενώ πάω να την βοηθήσω "Όχι όχι αγόρι μου, συνέχισε την δουλειά σου!" μου λέει. Ναι αλλά μείνει διπλή μετά από την μέση της θα είμαι εγώ ο κακώς που δεν την βοηθούσα. Τες πα.

Trapped Game: Αντέχεις; Where stories live. Discover now