Πρόλογος

1.8K 100 17
                                    

Βρίσκομαι εδώ και αρκετή ώρα στο χώρο αναμονής του νοσοκομείου κοιτάζοντας γύρω μου σαν χαμένη. Η ατμόσφαιρα είναι ήδη αποπνικτική δεδομένης της πυρκαγιάς που ξέσπασε πριν λίγες ώρες σε μια μεγάλη πολυκατοικία κάπου στη Θεσσαλονίκη. Γυναίκες κλαίνε για τους άνδρες τους, μανάδες για τα παιδιά τους, συγγενείς, φίλοι και δεκάδες άνθρωποι δακρύζουν από φόβο και αγωνία για τους αγαπημένους τους. Κι εγώ, παγωμένη να κοιτάζω το κενό. Δεν θυμάμαι πως έφτασα μέχρι εδώ. Πήρα το αμάξι; Ταξί;  Το μυαλό μου έχει κολλήσει και σκέφτομαι μονάχα ένα πράγμα. Ας είναι καλά εκείνος.

Οι γιατροί βγαίνουν από τις αίθουσες κουρασμένοι και ιδρωμένοι. Μεταφέρουν τα μαντάτα στους παρευρισκόμενους που άλλοτε τα δάκρυα τους γίνονται χαράς και άλλοτε το κλάμα γίνεται πιο δυνατό, σπαρακτικό. Κι εγώ, νιώθω τόσο πόνο μέσα μου, κι όμως, δεν μπορώ να χύσω ούτε ένα δάκρυ. Ίσως, γιατί αν αφήσω τα δάκρια μου να ξεχυθούν θα είναι σαν να παραδέχομαι ότι κινδυνεύει η ζωή του μοναδικού άνδρα που αγάπησα ποτέ μου. Ίσως πάλι, ο λόγος να είναι ότι έχω κλάψει τόσο τους τελευταίους τρεις μήνες που έχω πλέον στερέψει.

Μια γυναίκα στέκεται μπροστά μου κλαίγοντας με λυγμούς γιατί σε κάποια από αυτές τις αίθουσες βρίσκεται ο γιός της. Δίπλα της, ο άνδρας της προσπαθεί να την κρατήσει και να της δώσει κουράγιο πνίγοντας τον δικό του πόνο. Όχι ότι υπάρχει παρηγοριά για μια μάνα που κινδυνεύει να χάσει το παιδί της. Ίσως όμως ο πόνος να γίνεται μικρότερος όταν τον μοιράζεσαι. Ίσως πάλι και όχι. Ο γιατρός βγαίνει και της ανακοινώνει πως ο γιός της είναι καλά και σε λίγη ώρα θα μπορέσουν να βρεθούν κοντά του. Η μητέρα αφήνει μια ανακουφισμένη ανάσα να βγει και χάνει τις αισθήσεις της στην αγκαλιά του άντρα της.

Γυρίζω το κεφάλι μου από την άλλη πλευρά προσευχόμενη τα νέα να είναι ευχάριστα και για μένα, όταν ακούω μια φωνή από την είσοδο να λέει το όνομά μου. Σηκώνω το κεφάλι και βλέπω την καλύτερή μου φίλη να έρχεται προς το μέρος μου κλαμένη και ανήσυχη. Μπορεί μετά από όλα αυτά η σχέση μας να έχει αλλοιωθεί, για μένα όμως θα είναι για πάντα το στήριγμά μου, η καλύτερή μου φίλη.

«Νεφέλη, τι έγινε; Πώς; Πώς έγινε; Ήταν να φύγει το πρωί για Μαδρίτη, γιατί δεν έφυγε; » ρωτάει μπερδεμένη με τον τρόμο να έχει φωλιάσει στο βλέμμα της.

«Δεν.... Δεν ξέρω Μαρία. Αλήθεια δεν ξέρω.» και τότε, μόνο τότε, δάκρυα αρχίζουν να κυλάνε στο πρόσωπό μου και πέφτω στην αγκαλιά της χωρίς να ξέρω ποια από τις δύο τη χρειάζεται περισσότερο.

Το τανγκό της ΝεφέληςWhere stories live. Discover now