Κεφαλαιο 12

258 37 5
                                    

Καθομαι μεσα στο αυτοκινητο της μαμας μου αρκετη ωρα χωρις να ειμαι σιγουρη γι'αυτο που προκειτε να κανω. Το σπιτι του ειναι μια ομορφη δυοροφη μονοκατοικια σε μια ηρεμη γειτονια στα Ανατολικα προαστια της Θεσσαλονικης.

Ανοιγω τη πορτα του πορτα του αυτοκινητου με θαρρος και αποφασιστικοτητα. Εκεινο το ξημερωμα μαζι του καθως μου εκανε ερωτα επαναλαμβανεται στις σκεψεις μου. Θελω να παω και να τον δω. Τι χειροτερο μπορει να κανει απο το να με διωξει;

Ανοιγω τη καγκελοπορτα της αυλης του και καθως προχωραω προς τη κεντρικη εισοδο παρατηρω ποσο ομορφο και περιποιημενο κηπο εχει. Οι ευωδιες που εισχωρουν στα ρουθουνια μου, μου δινουν ακομη περισσοτερο θαρρος. Πλησιαζω και ακουω το γαβγισμα του σκυλου του. Χτυπαω το κουδουνι και δε περανανε πολλες στιγμες απο το ακουσμα του χαρακτηριστικου ηχου και η πορτα ανοιγει. Στεκεται μπροστα μου φοροντας ενα γκρι πουλοβερ με μαυρο τζιν παντελονι.
"Καλησπερα Αλεξανδρε." Ακουγομαι περισσοτερο σιγουρη απο οτι ειμαι στην πραγματικοτητα. Οι εκφρασεις του προσωπου του συνεχως αλλαζουν κατι που με αγχωνει και μου προκαλει νευρικοτητα. "Κλειω...εισαι εσυ;" "Ναι εγω ειμαι. Αν σε διακοπτω απο κατι μπορω να φυγω." "Οχι..!" Χαμογελαω αμεσως που δεν θελει να φυγω. "Γιατι ηρθες;" "Ημουν Θεσσαλονικη και ειπα να περασω να σε δω. Τις προαλλες η συναντηση μας ηταν αρκετα συντομη." Του απαντω καθως φαινεται εκπληκτος αλλα και αρκετα ενθουσιασμενος. "Ειναι μεσα Νοεμβρη και δε κανει τοσο κρυο αλλα θα μπορουσα να μπω μεσα;" "Ναι φυσικα με συγχωρεις απλα δε σε περιμενα. Με επιασες απροετοιμαστο." Πριν προλαβει να τελειωσει τη φραση του ο ιδιος σκυλος ερχεται προς το μερος μου και με μυριζει καθως γονατιζω μπροστα του . "Ρειν ειναι φιλη μου." Λεει στη σκυλιτσα του και χαμηλωνει στα γονατα κι εκεινος και τη χαιδευει. "Γεια σου Ρειν." Τη χαιδευω κι εγω στη ραχη της κι εκεινη γυρναει προς το μερος μου και τριβεται πανω μου. "Εισαι ενταξει με τα σκυλια ετσι;" "Εχω μεγαλωσει με τεσσερα σκυλια μεσα στο σπιτι. Ειμαι πληρως εξοικειωμενη." Του λεω καθως η καινουργια μου φιλη εχει ξαπλωσει στα ποδια μου και δεχεται τα χαδια μου στη κοιλιτσα της. "Ετοιμαζομουν να παραγγειλω για μεσημεριανο...τι προτειμας;" "Δεν εχω προβλημα...ετσι κι αλλιως δε θα κατσω πολυ. Ηρθα απροειδοποιητα και σε αναστατωσα." "Θα παραγγειλω ταιλανδεζικο. Σ'αρεσει;" Τωρα τι του λεω; "Δεν εχω προβλημα αληθεια. Σ'ευχαριστω."

Μιλαει στο τηλεφωνο δινοντας τη παραγγελεια του. Δεν ηξερα τιποτα απο ολα αυτα που ζητησε.
"Μου φανηκε μεγαλη η παραγγελεια σου." "Οχι δεν ηταν τοσο μεγαλη...Γαμωτο δε τρως ταιλανδεζικο ετσι;" "Αλεξανδρε ειμαι ενταξει δεν ηρθα εδω για φαγητο. Ηθελα απλα να σε δω." Τον κοιταω καθως κατεβαζει το κεφαλι του.
"Αληθεια;" "Δεν ειμαι τοσο ανετη οσο δειχνω. Η τελευταια συναντηση μας δεν ηταν τοσο ευχαριστη αλλα ναι ηθελα να σε δω. Δε ξερω γιατι." "Μιλησατε με την Μαργαριτα;" "Ναι σημερα το πρωι πηγαμε για καφε. Εκεινη μου εδωσε τη διευθυνση σου."
Παει να πει κατι το κουδουνι ομως τον διακοπτει. "Με συγχωρεις...πρεπει να ηρθε το φαγητο." Σηκωνεται και πηγαινει στη πορτα. Παρατηρω το σπιτι του ειναι το ιδιο εντυπωσιακο μεσα οσο και απο εξω. Το σαλονι ενωνεται με τη κουζινα με ενα μονο χωρισμα τον παγκο της. Η κεντρικη εισοδος βλεπει στο σαλονι και δεξια βρισκεται η σκαλα για τον επανω οροφο. Οι αποχρωσεις του γκρι και του ασπρου δινουν μια μινιμαλ γευση στην διακοσμηση. Ο Αλεξανδρος πλησιαζει τον καναπε κρατωντας δυο σακουλες ενω η Ρειν τον ακολουθει προσεχοντας καθε του βημα. "Ελπιζω να σου αρεσουν αυτα που παρηγγειλα. Επρεπε να μου πεις να παρω κατι διαφορετικο." Μου λεει για ακομα μια φορα νευρικα και του παιρνω τη μια σακουλα απο τα χερια. "Ειναι αυθεντικο ταιλανδεζικο; Δηλαδη αμα παω στην Ταιλανδη θα φαω τα ιδια;" "Λοιπον κατα τη γνωμη μου δε μπορουν να εχουν ιδια γευση. Αλλα ειναι παρομοιες."

Δεν εχω αγγιξει σχεδον τιποτα απο ολα αυτα μπροστα μου. Βεβαια δοκιμασα απο ολα αλλα δε ταιριαζαν στις γευσεις μου. Εκεινος δειχνει να απολαμβανει το γευμα του και για καποιο λογο αυτο μου φαινεται πολυ ελκυστικο. "Πως και ηρθες Θεσσαλονικη;" "Ο παππους μου ηταν στο νοσοκομειο και ειχα και τα γενεθλια μου οποτε ηταν μια καλη ευκαιρια." "Ποτε ειχες γενεθλια;" "Πριν δυο μερες." "Χρονια πολλα τοτε σου ευχομαι." Μου λεει ενω εχει καταπιει και τη τελευταια του μπουκια. "Σ'ευχαριστω πολυ." "Ο παππους σου ειναι ενταξει;" "Οσο ενταξει μπορει να ειναι ενας ανθρωπος στα εννενηντα του χρονια." Απανταω λυπημενα αναλογιζομενη πως αυτα τα γενεθλια μου μπορει να ηταν τα τελευταια μου μαζι του. "Φοβασαι;" "Πολυ...τρεμη η ψυχη μου καθε φορα που βλεπω πως με καλει καποιος απο την οικογενεια μου μηπως εχει παθει τιποτα." Εκεινος απλα γνεφει και στρεφει το κεφαλι του προς την ανοικτη τηλεοραση που παιζει. "Γιατι επιμενεις τοσο πολυ Κλειω;" με ρωταει κι εγω δε ξερω τι πρεπει να του απαντησω. "Σε σκεφτομουν ολο αυτον καιρο Αλεξανδρε. Δε μπορω να καταλαβω τι εχεις κανει στη καρδια μου και στο μυαλο μου αλλα ειναι αδυνατον να μη σε σκεφτομαι." Δεν απανταει κατι απλα καθεται μακρυα μου με στραμμενο το προσωπο του στη τηλεοραση. "Εκεινο το βραδυ μου φερθηκες απαισια Αλεξανδρε." "Το ξερω." Τον παρατηρω για αρκετη ωρα. Δεν εχω να πω κατι αλλο και η ατμοσφαιρα μεταξυ μας ειναι αρκετα αμηχανη. "Καλυτερα να πηγαινω σε λιγο θα νυκτωσει και αυριο πεταω νωρις για Αθηνα." Ανακοινωνω και σηκωνομαι φορωντας το μπουφαν μου. Εκεινος σαν μ'ακουει σηκωνεται ορθιος και με πλησιαζει. "Φευγεις αυριο;" "Ναι ειμαι ηδη τεσσερις μερες εδω και αυριο τελειωνει η αδεια μου." Του λεω καθως τον παρακολουθω που με πλησιαζει φτανοντας αρκετα κοντα μου. Σηκωνει τα χερια του και ψηλαφιζει το προσωπο μου. Δακρυα μαζευονται στα ματια μου απο τη κινηση του αυτη. "Αλεξανδρε σε παρακαλω μη..." ακουγεται η βραχνη φωνη μου και δακρυα κυλανε στο προσωπο μου καταληγοντας στις μεγαλες παλαμες του. "Κλειω μη κλαις. Δεν αξιζει να κλαις." Ενωνει τα μετωπα μας καθως τα χερια του χαιδευουν τα υγρα μαγουλα μου. "Μυριζεις τοσο ομορφα." Απομακρυνομαι απο το αγγιγμα του και πηγαινω προς τη πορτα. Η Ρειν ερχεται στα ποδια μου για να με αποχαιρετησει και της αφηνω ενα χαδι στο κεφαλι της. Στεκεται στο ιδιο μερος με το προσωπο του προς το μερος μου. Παω να βγω απο τη πορτα αλλα σταματαω και τον κοιταζω ξανα. "Μακαρι να μη φοβοσουν Αλεξανδρε." Του λεω με εναν λιγμο να φευγει απο τα χειλη μου και κλεινω τη πορτα. Ελπιζω να τα πουμε συντομα Αλεξανδρε. Σκεφτομαι και μπαινω μεσα στο αυτοκινητο.

Θέλω να σε δώTempat cerita menjadi hidup. Temukan sekarang