Κεφάλαιο 23 - Μαύρο νερό

733 129 110
                                    

Οι μυρωδιές είναι αυτές που λατρεύω περισσότερο, όταν ανοίγομαι στα λιβάδια του Κότσουολντς. Το άρωμα από ένα εκατομμύριο φρεσκοκομμένα στάχυα, που ανακατεύεται με τη μυρωδιά μουσκεμένου χώματος και απλώνεται στον δροσερό αέρα. Και μετά, η γαλήνη και η ησυχία της ανοιχτής εξοχής. 

Καλπάζω με τη Μπάτερσκοτς στον ανοιχτό αγρό, απολαμβάνοντας την απλωσιά των λιβαδιών γύρω μας. Ο απαλός κυματισμός από τους απλωμένους λόφους, με όλα τα χρώματα και τα γεωμετρικά σχήματα πάνω του, είναι κάτι που με γοητεύει πάντα. 

Λιβάδια με στάρι και κριθάρι αμάζευτα ακόμα κυματίζουν με το απαλό αεράκι, δίπλα σε μαζεμένα ομοιόμορφα κουρεμένα. Τεράστιες μπάλες από χόρτα στέκονται ακουμπισμένες εδώ και κει, σαν πυκνές κουβαρίστρες, έτοιμες να τις σπρώξει ένα τεράστιο χέρι κάποιου φανταστικού γίγαντα, να κυλήσουν και να ξετυλιχτούν. 

Παραπέρα, οργωμένα και καθαρισμένα χωράφια, να σπάνε το πυκνό και το αραιό χρυσοκίτρινο, με σκούρο καφέ και φρεσκοσπαρμένα χωράφια με όλες τις αποχρώσεις του πράσινου. Εδώ και κει, πινελιές από λευκά πρόβατα και καφετιές αγελάδες. Όσο φτάνει το μάτι απλωσιά και μετά δάσος, που όσο το πλησιάζεις, η μυρωδιά του αέρα αλλάζει. Η υγρασία απ' το ποτάμι, ανακατεύεται με τα αρώματα του ξύλου και των νωπών φύλλων.

Είναι μια υπέροχη, φωτεινή μέρα! Ένας ζεστός ήλιος παίζει κρυφτό στον ουρανό, με δύο παχιά μεγάλα ολόλευκα σύννεφα. 

Η Μπάτερσκοτς έχει αναπτύξει ταχύτητα και καλπάζει δυνατά πάνω στο χωμάτινο δρομάκι, όσο πλησιάζουμε προς το δάσος μπροστά μας. Κλείνω τα μάτια μου, ανοίγω τα χέρια μου σε έκταση και εισπνέω βαθιά, όπως κάνω κάθε φορά, για να νιώσω την αλλαγή του αέρα μπαίνοντας στο δάσος.

Ένας ήχος από φρένα που στριγγλίζουν, η Μπάτερσκοτς σηκώνεται στα πίσω πόδια χλιμιντρίζοντας δυνατά και γω βρίσκομαι πεσμένη στο πλάι με την πλάτη στο έδαφος, ευτυχώς πάνω σε παχύ χορτάρι, που κόβει λίγο την ένταση του τραντάγματος.

Ανασηκώνομαι και βλέπω μέσα από πυκνή σκόνη που σιγά σιγά κατακάθεται, μια αντρική μορφή να με πλησιάζει. Δυνατή μουσική ακούγεται από τα ανοιχτά παράθυρα του αυτοκινήτου που μόλις φρέναρε μπροστά μας, αφού εμφανίστηκε από το πουθενά. Όσο κάθεται η σκόνη, αρχίζω να διακρίνω ότι είναι σπορ, χαμηλό και κατακόκκινο.

Ο άντρας με πλησιάζει και μου προτείνει το χέρι του. Τον αγνοώ, σηκώνομαι μόνη μου και τακτοποιώ τα ρούχα μου τινάζοντας εδώ και κει, σκόνη, χώματα και χορτάρια. Μετά γυρίζω προς το μέρος του και τον κοιτάζω έξαλλη. Είναι ένας ψηλός μελαχροινός άντρας γύρω στα τριάντα, με σαρκώδη χείλη, καλοσχηματισμένη μύτη και με τα πιο διαπεραστικά γαλανά μάτια που έχω δει ποτέ μου. Με κοιτάζει σοβαρός, ανέκφραστος.

Μαύρο νερόOnde histórias criam vida. Descubra agora