Κεφάλαιο 26 - Άσπεν

799 123 202
                                    

Κάθομαι στην πολυθρόνα στην κρεβατοκάμαρά μας. Φυσάω την επιφάνεια απ' την κούπα μου να διώξω τον ατμό και πίνω μια γουλιά απ' το καυτό μου τσάι, σκέτο με μια σταγόνα γάλα. Απέναντί μου, καθισμένος στο διπλό κρεβάτι ο Τζέιμι κάνει το ίδιο, ενώ ο Μαρκ ψαχουλεύει το μίνι μπαρ, κάτω απ' τον πάγκο της τηλεόρασης. Βρίσκει αυτό που ψάχνει, ένα μπουκαλάκι ουίσκι, και το αδειάζει όλο μέσα στην κούπα με το τσάι του. Δοκιμάζει μια γουλιά και μονολογεί: -"Τώρα κάτι γίνεται..." και έρχεται και κάθεται στην πολυθρόνα δίπλα στο παράθυρο.

-"Λοιπόν, ας συγκεντρώσουμε τα στοιχεία που έχουμε. Ξέρουμε ημερομηνία που η Ολίβια κατέθεσε την επίθεση στο αστυνομικό τμήμα. Οπότε μπορούμε να θεωρήσουμε ασφαλές συμπέρασμα, ότι το συμβάν έγινε μία ή δύο το πολύ μέρες, πριν απ' αυτή την ημερομηνία."

-"Έχουμε ακριβή ημερομηνία Μαρκ. Το συμβάν έγινε τρεις Μαρτίου. Η Olivia είχε γενέθλια εκείνη τη μέρα. Είχε βγει να πιει ένα ποτό, το βράδυ που τον γνώρισε στο μπαρ."  

Στο μυαλό μου έρχεται η αφήγηση της Ολίβια. Είχαν περάσει δύο μήνες που διέλυσε ένα μακροχρόνιο δεσμό. Την ημέρα των γενεθλίων της, πήρε αποφάσεις. Να ξεκολλήσει απ' τη θλίψη και τη μιζέρια. Να βγει, να πιει, να γνωρίσει κάποιον, να γλεντήσει. Ένιωθε τόσο αποφασισμένη, τόσο απελευθερωμένη εκείνη τη φοβερή μέρα. Έλουσε και ίσιωσε τα μαλλιά της. Βάφτηκε όμορφα, έβαλε το καλό της άρωμα πίσω απ' τα αφτιά, στο λακουβάκι κάτω απ' το λαιμό της, ανάμεσα απ'τα στήθη της και στους καρπούς των χεριών της. Φόρεσε το προκλητικό φόρεμα που είχε αγοράσει και δεν είχε τολμήσει να το φορέσει μέχρι εκείνη τη μέρα. Έβαλε και τις ψηλοτάκουνες γόβες της. Κοιτάχτηκε στον καθρέπτη και ένιωσε όμορφη, δυνατή και αποφασισμένη, να αφεθεί, να γλεντήσει, να φλερτάρει. 

Ο άντρας που την πλησίασε, ήταν όμορφος. Είχε τα πιο γαλανά μάτια που είχε δει ποτέ στη ζωή της. Μιλούσε όμορφα. Είχε και μια ελαφριά εγγλέζικη προφορά, που προσπαθούσε να κρύψει και η Ολίβια την έβρισκε χαριτωμένη. Την κέρασε ποτό. Η βραδιά κύλησε υπέροχα. Μίλησαν περί ανέμων και υδάτων, ήπιαν ένα δύο ποτά, μπορεί και πέντε και χαλαρωμένοι γέλασαν με ελαφριά κουβεντούλα και παιχνιδιάρικο φλερτ.  Ένιωσε πάλι γυναίκα, μετά από μέρες μιζέριας και απομόνωσης. Της πρότεινε να την πάει μέχρι το σπίτι της με το ακριβό αμάξι του και αυτή δέχτηκε. Όταν έφτασαν έξω απ'την πόρτα της, τον προσκάλεσε για ένα ακόμα ποτό. Ήξερε ότι θα ήταν κάτι παραπάνω απ' αυτό και το ήθελε. Το επιδίωξε, όταν πέρασε τα δάχτυλά της γύρω απ' το λαιμό του, τα κατέβασε προς το στήθος του και έπιασε το χέρι του και τον τράβηξε προς την είσοδο του σπιτιού. Στο μυαλό της έπαιζε ήδη τη σκηνή, σαν από ταινία, που θα έμπαιναν μέσα στο σπίτι και θα άρχιζε να την φιλάει με πάθος. Θα έκαναν έρωτα μέχρι το πρωί. Θα του έφτιαχνε πρωινό και θα της έλεγε να ανταλλάξουν τηλέφωνα. Ή, θα της έλεγε ότι πέρασε μια υπέροχη βραδιά, αλλά θα γύριζε στον τόπο του, όπου κι αν ήταν αυτός και δεν θα την ξανά έβλεπε. Αλλά θα την θυμόταν πάντα σαν μια όμορφη νύχτα που πέρασε με μια όμορφη κοπέλα. Δεν την ένοιαζε όποια και να ήταν η εξέλιξη. Θα ήταν μια ωραία νύχτα, με ένα ωραίο τελείωμα. Και μετά ... Όλα μολύνθηκαν. Όλα γίνανε βρώμικα. Τρόμος, πόνος, ενοχές. -Σε παρακαλώ... Σταμάτα... Με πονάς...τεράστιος πόνος... Όχι άλλο ... Πανικός! Θα με σκοτώσει! Εγώ το προκάλεσα! Εγώ φταίω! Είμαι βρώμικη! Τι περίμενα?- 

Μαύρο νερόUnde poveștirile trăiesc. Descoperă acum