Κεφάλαιο 33 - Σκιές του παρελθόντος

704 123 99
                                    

Νιώθω κάτι κοφτερό και παγωμένο, να σκίζει τη σπονδυλική μου στήλη. Μια απίστευτη δύναμη  με ρίχνει στα γόνατά μου. Θέλω να φωνάξω, να εκλιπαρήσω για έλεος. Αλλά δεν κάνω τίποτα, μόνο μένω εκεί, ακίνητος, κοκαλωμένος.

Λέξεις, φράσεις, φωνές, ξυπνάνε απ'το παρελθόν, εικόνες ξεχασμένες, σκονισμένες. Η μητέρα μου, με κοιτάει με τραγικά μάτια, βυθισμένα στα ανοίγματα του κρανίου της. Ανοίγει το στόμα της να μιλήσει και κατακόκκινο αίμα ξεχύνεται πάνω στο χλωμό της δέρμα. Απ'το στόμα κυλάει κάτω στο λαιμό, στο στήθος, λεκιάζοντας το απαλό ροζ της μπλούζας της, δημιουργώντας ένα σκούρο λεκέ που όλο και μεγαλώνει. 

Δίπλα της, ξαπλωμένος στο πάτωμα, ο πατέρας μου, με κοιτάει και αυτός, αλλά με μάτια θολά, άδεια, χωρίς ζωή. Κάτω απ'το σαγόνι του, μια μεγάλη κατακόκκινη γραμμή, ξεχειλίζει αίμα, γυαλίζει, πάλλεται.

Ένας γδούπος. Η μητέρα μου σωριάζεται δίπλα του. Συνεχίζει και έχει καρφωμένο το βλέμμα της σε μένα, αλλά είναι πια θολό, άδειο.



Πετάγομαι βαριανασαίνοντας, μούσκεμα στον ιδρώτα. Κάθομαι στο πλάι του κρεβατιού, ακουμπάω τους αγκώνες μου στα γόνατά μου και στηρίζω πάνω το κεφάλι μου.

Είχα πολύ καιρό να δω την εικόνα των γονιών μου. 

Για χρόνια ζούσα με τις εικόνες των σφαγμένων γονιών μου, να ξεπηδάνε μπροστά μου σε κάθε μου κίνηση, κάθε μέρα, κάθε στιγμή. Πάλεψα να διαχειριστώ τον πόνο, την απώλεια. Θύμωσα, μίσησα, κλείστηκα σε ένα κέλυφος, απομονώθηκα. Σταμάτησα να μιλάω, να επικοινωνώ. Ήταν πιο εύκολο έτσι, από το να αντιμετωπίζω τα περίεργα μάτια, τα σιγανά σχόλια. Έπεσα με τα μούτρα στο μόνο πράγμα που αγαπούσα και με ηρεμούσε. Το ξύλο, την πέτρα. Έχτιζα, έκοβα, έτριβα, χωρίς σταματημό. Χωρίς να σκέφτομαι, μόνο να πηγαινοέρχομαι, κουβαλώντας, κατασκευάζοντας. Μέχρι που βυθίστηκα σε ένα κόσμο λήθης. Μια άδεια ζωή, χωρίς νόημα, χωρίς περιεχόμενο. 

Και τότε εμφανίστηκε μπροστά μου. Εκείνο το πρωινό, δίπλα στο ποτάμι που άλλαξε τα πάντα. Και έγινε το τέλος μου και η αρχή μου. Και πλέον δεν υπήρχε επιστροφή.  

Κοιτάζω δίπλα μου. Είναι εκεί και κοιμάται ήσυχα. Το στήθος της ανεβοκατεβαίνει αργά και ρυθμικά. Το ένα χέρι της ακουμπισμένο ανέμελα δίπλα στο προσκέφαλο, το άλλο ανοιγμένο προστατευτικά πάνω στην κοιλιά της. Τα καστανοκόκκινα μαλλιά της, απλωμένα γύρω απ'το όμορφο πρόσωπό της, σαν φωτοστέφανο. Χλωμό δέρμα, κατακόκκινα χείλη, ίσια λεπτή μύτη, μακριές βλεφαρίδες. Πάνω στο κόκκαλο της μύτης της και κάτω από τη σκιά απ'τις βλεφαρίδες της, ελάχιστες αχνές φακίδες. Φοράει ένα δικό μου λευκό, φθαρμένο T-shirt και ξέρω ότι κάτω απ'τα σκεπάσματα είναι μόνο με το εσώρουχό της. Της αρέσει να φοράει τα ρούχα μου. Θέλει  λέει να νιώθει την ιδιαίτερη μυρωδιά μου πάνω της. Την ηρεμεί. Χαμογελάω. Είναι τόσο όμορφη, που μου κόβεται η ανάσα. Πώς γίνεται να φαίνεται ακόμα πιο όμορφη, όταν φοράει τα δικά μου, αδιάφορα, φθαρμένα ρούχα, ποτέ δεν κατάλαβα. 

Μαύρο νερόWaar verhalen tot leven komen. Ontdek het nu