«Οχι», κουνάω κατηγορηματικά το κεφάλι μου. «Δεν υπάρχει περίπτωση», συνεχίζω ακάθεκτη και ακουμπάω απαλά τον ώμο της Δάφνης την στιγμή που ρολαρει τα μάτια της.
Εκείνη κατσουφιαζει και κάνει το γνωστό pappy face, που μπορώ με μεγάλη ευκολία να αγνοήσω επιδεικτικά και να συνεχίσω χωρίς να με έχει επηρεάσει.
«Θα γυρίσουμε νωρίς», με παρακαλεί, κυριολεκτικότατα.
Αναστεναζω κουρασμένη με την επιμονή της.
«Οχι. Εξάλλου ρώτησα την μαμά εχτές και αρνήθηκε. Θέλει να διαβάζω. Απορώ πως με αφήνει να βγαίνω ακόμα τα Σουκου», της λέω χλευαστικά.
Από την μια χαίρομαι που δεν μου έχει κόψει τις βόλτες όπως είχε υποσχεθεί πως θα κάνει για να αφοσιωθώ μόνο στις πανελλαδικές, αλλά από την άλλη απορώ.
Φυσικά και δεν σκοπεύω να της ρωτήσω πως και έτσι, δεν είμαι ηλίθια.
Τι νομίζατε μικρά μου αθώα μπακλαβαδάκια;
Η μαμά μπακλαβάς δεν είναι χαζή.
Έχει πάρει πτυχίο πρώτης θέσης.Ποιάς θέσης μωρή;
Οποίας θέλω, σκάσε σπαστικιά, ανόητη, απερίγραπτη και αθεράπευτα εκνευριστική φωνούλα!
«Για αυτό σου λέω να πάμε κρυφά.
Η δικιά μου δεν με άφησε λόγω της τιμωρίας», κατσουφιαζει.Σε ποιον κόσμο ζω;
Α ναι, στο δικό μου φανταστικό κόσμο, όπου όλα πάνε υπέροχα και ρέει σοκολάτα και-
Εντάξει σκάω πριν γίνει περισσότερο cringe.
«Ποιάς τιμωρίας;»
Η Δάφνη υψώνει τα χέρια της.
«Φαίδρα, πρέπει ειλικρινά να αρχίσεις να μου δίνεις βάση. Δεν μπορώ να μιλάω στα ντουβάρια», φωνάζει την τελευταία λέξη, ίσως για να δώσει έμφαση, η ίσως για να σιγουρευτεί πως αυτήν την φορά την άκουσα.Τα αυτιά μου πήγαν περίπατο.
«Μην ουρλιάζεις μέσα στο αυτί μου», γκραριζω, «σε ακούω».
«Την τιμωρία της προηγούμενης βδομάδας», μου εξηγεί. «Που της αντιμίλησα και εξαφανίστηκα για», κάνει μια παύση σκεφτόμενη, «για εφτά ώρες», συνειδητοποιεί.
Χόλι σιτ, το είχα ξεχάσει.
Είχα ξεχάσει επίσης το τι βρισιές έπεσαν. Κακό.
Και αυτή θέλει να πάμε στο αυριανό πάρτυ του σχολείου, κρυφά από την μάνα μου, και φυσικά και από την δικιά της. Το μόνο που θα καταφέρει
-αν το μάθει η μάνα της- θα είναι να κάνει τα πράγματα χειρότερα και μετά ποιός την ακούει.

YOU ARE READING
MINE? [✓]
Fanfiction«Με ποιο δικαίωμα το έκανες αυτό, δεν σου είμαι τίποτα», φώναξα δυνατά για να μπει στον ανύπαρκτο εγκέφαλο του. «Κάνεις λάθος, είσαι δικιά μου. Μου ανήκεις, και ότι είναι δικό μου δεν το αγγίζει κανείς άλλος, πέρα από εμένα», είπε σαρκαστικά κάνοντα...