Συνεχίζω να αγνοώ τον Στέφανο και επιβραδύνω το βήμα μου. Έχει πολύ κρύο και είμαι περίπου δέκα λεπτά με τα πόδια μακριά από το σπίτι μου.
Το αμάξι του μένει για λίγο πίσω και τα φώτα σβήνουν. Δευτερόλεπτα αργότερα ακούω την πόρτα του αυτοκινήτου του να ανοίγει και να κλείνει δυνατά.
«Μην με αγνοείς», φωνάζει, ίσως για να είναι σίγουρος πως θα τον ακούσω, ή απλά δυνάμωσε τον τόνο της φωνής του επίτηδες. Αν είναι έτσι, αυτή που θα έπρεπε να είναι θυμωμένη είμαι εγώ.
Συνεχίζω να τον αγνοώ και προχωράω προς την κατηφόρα που τόσο μισώ.
Έχω φάει τις τούμπες εδώ.
Έτσι θα τις μετράτε.«Μπορείς να σταματήσεις για ένα λεπτό;», φωνάζει ξανά και σε δευτερόλεπτα φτάνει δίπλα μου.
Να το σκεφτώ.
Όχι.
«Πήγαινε σπίτι», του απαντάω κουρασμένη με αυτό και ξεκινώ το βήμα μου ξανά. Ξέρω ότι δεν θα έπρεπε να είμαι τόσο απότομη μαζί του όμως δεν μου αρέσει να με στήνουν.
Κινητά υπάρχουν, δεν ήμαστε άνθρωποι των σπηλαίων.
«Σοβαρά δεν θες να κάτσεις να μιλήσουμε;», με ρωτάει ενοχλημένος και δεν ακούω πλέον τα βήματα του να με ακολουθούν.
Σταματάω απότομα χωρίς να γυρίσω.
«Ποιά είναι η δικαιολογία σου;»«Τι;», με ρωτάει ξαφνιασμένος.
Θέλω να γελάσω ειρωνικά όμως το συγκρατώ για να μην ρίξω άλλο λάδι στην φωτιά.
Χωρίς να γυρίσω του απαντάω.
«Η δικαιολογία σου λέω, ποια είναι;», ρωτάω κουρασμένη.Αργεί να απαντήσει για λίγο και όταν είμαι έτοιμη να αρχίσω το περπάτημα τότε μιλάει. «Ήμουν σπίτι ενός φίλου».
Δεν θέλω να κάνω ζηλιες ξέροντας πως το θέμα της σχέσης του είναι τελείως καινούργιο και γνωρίζω πως οι συνήθειες δεν κόβονται, όχι εύκολα τουλάχιστον, οπότε προσπαθώ να μην συμπεριφέρομαι σαν κλασσική γκόμενα, δεν θέλω να με δει έτσι.
«Και πόσο μακριά ήταν αυτός ο φίλος σου που άργησες μισή ώρα;», γυρίζω προς εκείνον.
Αφού αναστενάξει με πλησιάζει.
Πιάνει τα χέρια μου και τα περνάει στον λαιμό του ενώ με φέρνει κοντά του.«Αιγαλεω», ανασηκώνει τους ώμους του. Παίρνω τα χέρια μου από πάνω του.
Φέρεται παράξενα ή απλά είμαι παρονοικη;
ČTEŠ
MINE? [✓]
Fanfikce«Με ποιο δικαίωμα το έκανες αυτό, δεν σου είμαι τίποτα», φώναξα δυνατά για να μπει στον ανύπαρκτο εγκέφαλο του. «Κάνεις λάθος, είσαι δικιά μου. Μου ανήκεις, και ότι είναι δικό μου δεν το αγγίζει κανείς άλλος, πέρα από εμένα», είπε σαρκαστικά κάνοντα...