Ο πατέρας μου με έχει μισο κλείσει βαριεστημένα τα μάτια του σαν τον Πάτρικ, ή τον Καλαμάρη, ενώ φυσικά η μητέρα μου το παίζει αδιάφορη.
Ή είναι αδιάφορη, δεν ξέρω. Και δεν με νοιάζει κι όλας. Από την στιγμή που ο πατέρας μου είπε το κλασσικό «Αν φύγεις από το σπίτι δεν είσαι ευπρόσδεκτη πίσω» και η μητέρα μου όχι απλά δεν αρνήθηκε αλλά συμφώνησε, έχασα πάσα ιδέα και δεν ξέρω για τι είναι ικανή ακόμη να πει.
«Λοιπόν, πως πάει το σχολείο;», ρωτάει αφού καταπιεί την μπουκιά του ο πατέρας μου.
Ε μωρέ, τα κλασσικά. Προσπαθώ για το καλύτερο μου, μην σας απογοητεύω ακόμη περισσότερο κι όλας.
Γιατί όπως λέτε και εσείς, πρέπει να διαβάζεις για να έχεις ένα μέλλον. Δεν χωρούν έρωτες φιλίες και πάρτυ.
«Καλά», λέω κοφτά. Κόβω μια μπουκιά κοτόπουλου και την βάζω στο στόμα μου.
Η μαμά του Στέφανου είναι τόσο καλή μαγείρισσα, ακόμη καλύτερη και από την δικιά μου.
«Ποιοί είναι οι βαθμοί σου στα διαγωνίσματα;», με ρωτάει ξανά εκείνη.
Ρολάρω τα μάτια μου.
Βαριέμαι τόσο πολύ τέτοιους είδους συζητήσεις, αφού οι απαντήσεις είναι πάντα οι ίδιες.
«Καλά», μουρμουρίζω ξανά.
Αλλά τι σκατά; Λείπω από το σπίτι μια εβδομάδα και με ρωτούν κατευθείαν για το σχολείο; Αν εγώ είμαι καλά δεν σκέφτονται να ρωτήσουν. Ανόητοι.
«Αυτά είναι πάπιες;», ρωτάει έκπληκτη η μητέρα μου, κοιτάζοντας προς το τραπέζι του σαλονιού.
Παπάκια
Χριστέ μου, απλά σταμάτα!
Χαμογελάω αχνά για τα παπάκια μου και γνέφω θετικά, γυρίζοντας προς το μέρος της.
«Πάντα ήθελες πάπιες», αναφωνεί ο πατέρας μου σοβαρά και στρέφει και εκείνος το βλέμμα του στα παπάκια μου.
Ο Στέφανος ακουμπάει το ποτήρι του στο τραπέζι και γνέφει θετικά. Ακουμπάει τους ώμους του στο τραπέζι και μπλέκει τα δάχτυλα του.
«Πάντα ήθελε, και τώρα έχει δύο».
Η κυρία Μαρία μου δείχνει ένα μπούτι κοτόπουλου και αφού συμφωνήσω το βάζει με την σπάτουλα στο πιάτο μου.
Αχ αυτή η γυναίκα, καλύτερη από την ξινεγκω την δικιά μου.
«Της πήρες πάπιες;», ρωτάει έκπληκτη η μητέρα μου, με την προσοχή της πάνω στον Στέφανο.
STAI LEGGENDO
MINE? [✓]
Fanfiction«Με ποιο δικαίωμα το έκανες αυτό, δεν σου είμαι τίποτα», φώναξα δυνατά για να μπει στον ανύπαρκτο εγκέφαλο του. «Κάνεις λάθος, είσαι δικιά μου. Μου ανήκεις, και ότι είναι δικό μου δεν το αγγίζει κανείς άλλος, πέρα από εμένα», είπε σαρκαστικά κάνοντα...